Το 1786, ο Αδαμάντιος Κοραής πληροφορούσε τον φίλο του Πρωτοψάλτη, για το “περίεργον” αλλά και “οφελείας άξιον μετά καιρόν” εύρημα των αδερφών Μογκολφιέρι, που δεν ήταν άλλο από το αερόστατο. Εκατόν τέσσερα χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1890, το αερόστατο θα γινόταν για πρώτη φορά από κοντά αντικείμενο θαυμασμού από τους κατοίκους της Αθήνας, οι οποίοι για πρώτη φορά στην ζωή τους θα έβλεπαν ανύψωση της τόσο παλιάς αυτής εφεύρεσης. Ήταν η πρώτη ανύψωση αερόστατου στα όρια του ελληνικού κράτους και αυτό οφειλόταν στον Έντουαρντ Σπελτερίνι.
Ο ελβετικής καταγωγής, αλλά ουσιαστικά μεγαλωμένος στην Ιταλία, Έντουαρντ Σπελτερίνι υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του αερόστατου. Το 1887 απέκτησε το πρώτο αερόστατο ιδιοκτησίας του, στο οποίο έδωσε το ελληνικό όνομα “Ουρανία”. Ταξίδεψε σε διάφορα σημεία της ευρωπαϊκής ηπείρου κάνοντας επιδείξεις πτήσεων με αερόστατο, ενώ την άνοιξη του 1890 έφτασε και στα Βαλκάνια, επισκεπτόμενος τόσο την – τουρκοκρατούμενη τότε – Θεσσαλονίκη, όσο και την ελεύθερη Ελλάδα. Για πρώτη φορά οι κάτοικοι της Αθήνας θα έβλεπαν την ανύψωση ενός αερόστατου και ελάχιστοι θα είχαν την τύχη να γίνουν οι πρώτοι Έλληνες που είδαν από ψηλά την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, που φυσικά ελάχιστη σχέση είχε σε σχέση με τη σημερινή της εικόνα.
Η πρώτη ανύψωση του αερόστατου “Ουρανία” πραγματοποιήθηκε γύρω στις 5 το απόγευμα της 3ης(/15ης) Απριλίου 1890 σε μια μάνδρα απέναντι από την πλατεία Ωδείου, επί της οδού Πειραιώς. Ήδη όμως από τις 3 η ώρα, η περιοχή είχε γεμίσει από κόσμο, καθώς πολλοί είχαν την περιέργεια και ήθελαν να παρακολουθήσουν όλη την προετοιμασία της πτήσης υπό τους ήχους μουσικής. Από θαύμα αποφεύχθηκε κάποιο δυσάρεστο ατύχημα, καθώς πολλοί θεατές κρατούσαν αναμμένα τσιγάρα αγνοώντας τον υπαρκτό κίνδυνο πρόκλησης κάποιας ανάφλεξης.
Στις 7 Απριλίου και γύρω στις 5.30 το απόγευμα (με μιάμιση ώρα καθυστέρηση απ’ ό,τι αρχικά είχε προγραμματισθεί) πραγματοποιήθηκε μια δεύτερη πτήση. Ως τόπος της απογείωσης επιλέχθηκε ένα οικόπεδο επί της οδού Κηφισίας, δίπλα στην οικία Στέφανου Ψύχα. Πρόκειται για το Μέγαρο Ψύχα, όπου σήμερα στεγάζεται η ιταλική πρεσβεία επί της – μετονομασθείσας – λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας.
Στη δεύτερη αυτή πτήση της “Ουρανίας” μαζί με τον Σπελτερίνι ανέβηκαν ο στρατιωτικός ακόλουθος της τουρκικής πρεσβείας, Σεϊφουλλάχ βέης, ο ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας, Βικέντιος Πιζόνη, δύο μηχανικοί της εταιρίας του αεριόφωτος και ο Νικόλαος Σπανδωνής, συντάκτης της “Ακροπόλεως”, ο μοναδικός Έλληνας σ’ αυτήν την πτήση, ο οποίος την επομένη θα περιέγραφε τις δικές του εντυπώσεις από το ταξίδι με την “Ουρανία, την οποία σε κάποιο σημείο παρομοίαζε – παραδόξως – με την “κιβωτό του Νώε”.
Κρατούντος διά της αριστεράς χρονόμετρον και διά της δεξιάς τελειότατον υψομετρικόν βαρόμετρον του συνταγματάρχου Γκουλιέ, υπελογίσαμεν την ταχύτητα της πρώτης αναβάσεως. Εν διαστήματι τριών λεπτών εξήρθημεν εις ύψος 300 μέτρων, μεθ’ ο το αερόστατον ταλαντευθέν έστη (=στεκόταν) επί τινα δευτερόλεπτα.
Επωφεληθείς της βραχυτάτης ταύτης ακινησίας, έρριψα βλέμμα προς τα κάτω. Το θέαμα ην αληθώς εκπάγλου και πρωτοτυπωτάτου κάλλους και εκπληκτικότητος. Αι Αθήναι, η λευκή πόλις, εξηπλούτο κάτωθεν ως μακρά πάλλευκος οθόνη, διατεμνομένη υπό μακρών, βραχέων, κανονικών και ακανονίστων γραμμών, εφ’ ων μελανά σημεία υπεδήλουν τους ανθρώπους και τας αμάξας. Εν τούτοις με τους γυμνούς οφθαλμούς τα πάντα σαφέστατα διεκρίνοντο και αν δεν ηδύνατο τις να αναγνωρίση μορφήν τινα, αντελαμβάνετο όμως άριστα και την κίνησιν του πλήθους και την των οδών διεύθυνσιν.
Οικοδομήματά τινα διεγράφοντο ως άριστα, η δε των αμαξών κίνησις επί της οδού Σταδίου ην λίαν καταφανής. Παράδοξον ην το θέαμα του Λυκαβηττού μετά του επ’ αυτού ναϊδρίου και της μυρμηκυιάς των ανθρώπων. Προσωμοίαζε προς κώνον σακχάρεως αποκεφαλισμένον.
Συγκεχυμένος λίαν ο του πλήθους θόρυβος ανήρχετο, ως και αι ζητωκραυγαί των χιλιάδων λαού, οίτινες μετέβαλλον εις μέλαιναν γραμμήν την πλατυτάτην οδόν Κηφισσίας.
Εν τη καλαθίδι πλήρης σιγή επεκράτει, η θερμότης ην λίαν ισχυρά, και οσμή διαφεύγοντος φωταερίου επλήρου αυτήν.
Πάντες παρετηρούμεν εταστικώς (=εξεταστικά) τα κάτωθεν ημών, ενώ ο κ. Σπαλτερίνης επί των σχοινίων παρετήρει ανησύχως την περικυκλούσαν αυτόν ατμοσφαίραν, ως ο πλοίαρχος διερευνά διά του βλέμματος αυτού τα βάθη του ορίζοντος.
Από 560 μέτρων.
Αίφνης ο κ. Σπελτερίνης ερωτά ημάς:
– Εις τι ύψος ευρισκόμεθα.
– 560 μέτρα δεικνύει το βαρόμετρον.
– Παράδοξον· αναβαίνομεν πολύ αργά. Ο δε άνεμος είνε τόσον αδύνατος, ώστε μόλις κινούμεθα – προσέθηκεν ανησύχως, ο εμπειρότατος και αληθώς επιστήμων αεροναύτης κ. Σπελτερίνης. Και πράγματι η ανάβασίς μας ην βραδυτάτη. Είχον παρέλθει 4 λεπτά και ευρισκόμεθα εις ύψος 560 μέτρων, το δ’ αερόστατον μόλις είχε κινηθή Ν.Δ. στραφέν προς τον Λυκαβηττόν.
– Δώσατέ μου ένα σάκκον! ανέκραξε και εκένωσεν αυτόν επί των κεχηνώς (=με ανοιχτό το στόμα) θεωμένων ημάς κάτωθεν χιλιάδων λαού.
– Και άλλον!
Και εκένωσεν εκ νέου.
50 οκάδες άμμου ηλάφρυναν το αερόστατον, όπερ ισχυρώς ταλαντευθέν ευρέθη αίφνης εις ύψος 930 μέτρων.
Προς την θάλασσαν! Προς την θάλασσαν!
Από του ύψους των 930 μέτρων και η θέσις ημών και αι εντυπώσεις και το κάτωθεν θέαμα ολοτελώς μετεβλήθησαν.
Αι Αθήναι συνεφύροντο εν τω δαιδάλω των πλατειών και των οδών των· μετά μεγίστης δυσκολίας ο Λυκαβηττός και η Ακρόπολις διεκρίνοντο, ως ελάχιστα υψώματα, παρόμοια το πολύ, πολύ προς το Πανεπιστήμιον εν τω φυσικώ του μεγέθει.
Αν όμως ούτω το επί των Αθηνών θέαμα εσμικρύνθη και εξεμηδενίζετο, η των πέριξ όμως θέα εξήρετο εις ύψος και κάλλος θαυμάσιον. Ο Πάρνης και η Πεντέλη, ως δύο κώνοι, υπεφαίνοντο, ενώ ο οφθαλμός υπερπηδών αφ’ ενός τον Υμηττόν διέκρινε τον Σαρωνικόν, επεκτεινόμενος δε έβλεπε καθαρώς την Ευβοϊκήν θάλασσαν, τον Μαραθώνα. Μόνον προς το μέρος της Πελοποννήσου ένεκεν της ομίχλης η θέα συνεκαλύπτετο και ο οφθαλμός μετά πόνου διέκρινε τας υψηλάς κορυφάς του Ακροκορίνθου και των λοιπών ορέων.
Εις το μέγα εκείνο ύψος έστη και πάλιν το αερόστατον, είτα ταλαντευθέν εστράφη προς νότον!
– Προς την θάλασσαν! προς την θάλασσαν! ανέκραξε περίφροντις ο κ. Σπελτερίνης. Προς την θάλασσαν φερόμεθα. Μα τι διάβολο ατμοσφαίρα είνε αυτή! Μα πώς αλλάζουν τα ρεύματα εις τον τόπον σας!
Και πράγματι ισχυρόν ρεύμα από βορρά προς Ν.Δ. πνέον προσέκρουεν επί του αεροστάτου και ώθει ισχυρώς τον μέγαν αυτού όγκον.
– Πρέπει να προφθάσωμεν να καταβώμεν· άλλως με την δύναμιν που έχει αυτό το διαβολο-ρεύμα εις 1/4 θα κολυμβώμεν! ανέκραξεν ο κ. Σπελτερίνης. Και εφερόμεθα προς νότον και διηρχόμεθα εις ύψος 900 μέτρων την οδόν Κηφισσίας, τα Ανάκτορα μετά του προς αυτόν κήπου και της πλατείας, φαινόμενα ως εν καλειδοσκοπίω και υπερνέφελον επεβλέπομεν από τοιούτου ύψους την Πλάκαν.
Ο κίνδυνος.
Αίφνης περιεργότατον φαινόμενον επαρουσιάσθη. Ένεκεν αγνώστου λόγου, εν διαστήματι δύο και ημίσεως λεπτών κατήλθομεν 250 μέτρα και εξηκολουθήσαμεν κατερχόμενοι βιαίως.
– Κενώσατε σάκκους! ανέκραξεν επιτακτικώς ο κ. Σπελτερίνης. Και επτά σάκκοι εκενώθησαν εν ακαρεί (=στη στιγμή) επί των κάτωθι θεωμένων Πλακιωτών, οίτινες δυσαρέστως βεβαίως εδέχθησαν την πρωτότυπον ταύτην βροχήν.
Και μόλις ταύτα κατηρχόμεθα και μετά τοσαύτης μάλιστα ταχύτητος, ώστε προς στιγμήν η άμμος κενωθέντος σάκκου προσέβαλε τους οφθαλμούς μας.
– Δεν ήμεθα και τόσον καλά! είπε σύνοφρυς ο κ. Σπελτερίνης. Ας κρατήση τις το συνέχον την άγκυραν σχοινίον, οι δε λοιποί ετοιμάσατε τους υπολειπομένους σάκκους. Εν ανάγκη, θα ρίψωμεν ό,τι περιέχει η καλαθίς.
Όλα αυτά εγένοντο ακαριαίως, αλλά και αι σκέψεις και αι συγκινήσεις μεθ’ όλην την ταχύτητα αυτών είνε αρκούντως ισχυραί. Ευρισκόμεθα άνωθεν ακριβώς εις τα Αναφιώτικα εις ύψος 350 μέτρων, μακράν παντός ανθρωπίνου όντος, εντός λεπτοτάτης καλαθίδος, άνευ ουδεμιάς ελπίδος βοηθείας των κάτωθεν ημάς εναγωνίως θεωμένων, φερόμενοι άγνωστον πού, εξαρτώμενοι από την ιδιοτροπίαν τεμαχίου μετάξης περικλείοντος εν των ελαφροτάτων ακρίων, σχεδόν άνευ έρματος. Όλα αυτά δεν ήσαν πολύ φαιδρά. Είχομεν πλήρη πεποίθησιν επί τον πλοίαρχόν μας, αλλά και ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός. Να πέση κανείς επί των βράχων από ύψους 350 μέτρων, δεν πιστεύω να ήνε πολύ διασκεδαστικόν πράγμα και άκων ενθυμήθην την συμβουλήν, ην δίδει ο Αριστοφάνης προς τι πρόσωπον της κωμωδίας του, ότι ο συντομώτερος διά τον Άδην δρόμος είνε από τα σύννεφα!
Υπέρ την Ακρόπολιν.
Όλα αυτά διήρκεσαν το πολύ τρία λεπτά και κατελθόντες εις ύψος μόνον 100 μέτρων ωθούμενοι υπό ελαφρού ρεύματος ηρξάμεθα διερχόμενοι υπέρ την Ακρόπολιν.
Η στιγμιαία εκ της ταχίστης καταπτώσεως συγκίνησις διελύθη προ του αμιμήτου, αληθώς απροσπελάστου κάλλους θεάματος. Ο θείος βράχος εν πάση τη υπερνεφέλω αυτού αίγλη διεγράφετο κάτωθεν ημών. Τα Προπύλαια, ο Παρθενών, ο Ναός της Απτέρου Νίκης καθέτως θεώμενα εφαίνοντο ως πάλλευκα αθύρματα (= παιχνδάκια) με τους κιονίσκους των και τας βάσεις των. Ουδέποτε αντελήφθημεν κάλλιον το όλον της Ακροπόλεως σχέδιον τοσούτον καλώς, όσον χθες, και ουδέποτε ανεγράφη αύτη εις τα εκπεπληγμένα ημών όμματα εν τοιαύτη φανταστική όλως αίγλη. Προς στιγμήν εφαίνετο αύτη αναζήσασα και τα μνημεία αυτής επανακτήσαντα το αρχαίον αυτών άρτιον κάλλος.
Η κάθοδος.
– Ρίψατε, μας είπε μειδιών ο κ. Σπελτερίνης, εν τελευταίον βλέμμα επί των Αθηνών· εντός ολίγου κατερχόμεθα.
Και διευθυνόμενοι προς την Καλλιθέαν, ηρξάμεθα κατερχόμενοι ήρεμα.
Πανταχόθεν το πλήθος εν αμάξαις, έφιππον, πεζή, συνέρρεε, παρακολουθούν ημάς και θέλον να μαντεύση πού θα κατέλθωμεν.
Μακρόν εις το Φάληρον εβλέπομεν τον κόσμον συνηθροισμένον και ατενίζοντα προς ημάς, ενώ λέμβοι πολλαί εκινούντο, όπως εν τη προθύμω σκέψει να φανώσιν ημίν αρωγοί εν περιπτώσει πτώσεως εις την θάλασσαν.
– Βλέπετε εκείνο το κίτρινο χωράφι; μας λέγει ο κ. Σπελτερίνης· εκεί θα κατέλθωμεν.
Διερχόμεθα το μνημείον του Φιλοπάππου, τα σφαγεία και ευρισκόμεθα άνωθεν του υποδειχθέντος μέρους εις ύψος 40 μέτρων.
– Κρεμασθήτε από τα σχοινιά! κραυγάζει ο κ. Σπελτερίνης και ρίπτει την άγκυραν.
Μετά 1 λεπτόν ηγγίσαμεν επί της γης· είτα ανήλθομεν και πάλιν, εταλαντεύθημεν και τέλος συγκρατηθέντες υπό της αγκύρας ηράξαμεν.
Ουδείς δονισμός, ουδείς κρότος· ενομίσαμεν ότι επατήσαμεν επί τάπητος.
Εις 12 λεπτά διηνύσαμεν 3 1/2 χιλιόμετρα· μετά 4 λεπτά θα ευρισκόμεθα εν θαλάσση.
– Ζήτω του κ. Σπελτερίνη! εκραυγάσαμεν πάντες, κενώσαντες φιάλας ζύθου.
Ζήτω του λαμπρού αεροναύτου, ζήτω του· του αξίζει, καθότι παρέσχεν ημίν εν (=ένα) των ωραιοτάτων θεαμάτων, εξ όσον ποτέ απηλαύσαμεν, ηδονήν μοναδικήν εν τω νευρικώ και μονοτόνω βίω μας.
![]() |
από το Άστυ της 15.04.1890 |
Μπορεί, όπως είδαμε, παράπλευρα θύματα του αερόστατου να ήταν οι χιλιάδες Αθηναίοι πολίτες, στα κεφάλια των οποίων έπεφτε η σκόνη από το αερόστατο, κάθε φορά που οι αεροναύτες ξεφορτώνονταν έρματα, όμως για τον “Μαύρο Γάτο” της σατιρικής εφημερίδας Το Άστυ, το αερόστατο ήταν μια κάποια λύση, ώστε να ξεφύγει από την αφόρητη σκόνη, που αποτελούσε μάστιγα για τους δρόμους της πρωτεύουσας:
![]() |
από το Άστυ της 01.04.1890 |
Η πτήση του αερόστατου δεν μπορούσε να μείνει ασχολίαστη από τον Γεώργιο Σουρή, ο οποίος φαντάστηκε τον Φασουλέτο του ν’ ανεβαίνει στο αερόστατο. Κάποια εκτενή αποσπάσματα από την εφημερίδα του, Ρωμηός:
![]() |
Ο Φασουλέτος ταξιδεύει με το αερόστατο! |