Οι άνθρωποι, για να ολοκληρώσουν στο ακέραιο το καθήκον τους στην τέλεση των διατυπώσεων προς τους νεκρούς τους, άλλοι για να παραστήσουν τη μετά θάνατον τιμωρία και το ασυγχώρητο των κακούργων, αλλά και για να μειώσουν τον αριθμό των αισχρών δολοφόνων, επινοούσαν διάφορες τρομερές συνέπειες.
Έτσι, συχνά πίστευαν ότι οι ανήσυχοι νεκροί εξέρχονταν από τους τάφους τους, ζητώντας εκδίκηση από τον φονιά τους. Οι βρυκόλακες, λοιπόν, όπως τους αποκαλούσε ο λαός, αναγεννιόνταν πολλάκις στον τόπο του εγκλήματος και έπαιρναν μορφή από το χυμένο αίμα τους, ενώ το άγριο πνεύμα τους τρεφόταν από τον τρόμο που προκαλούσαν.
Η φήμη αυτή μεταπηδούσε από στόμα σε στόμα και προξενούσε ανομολόγητη φρίκη στους απλοϊκούς, που ενίοτε απέβαινε θανατηφόρα.
Εκ τούτου, πολλοί που ήθελαν να επιδείξουν γενναιότητα, ότι δήθεν δεν είχαν καταληφθεί από άκρατο φόβο μπροστά στα στοιχειά, στα δαιμόνια και στους βρυκόλακες, διηγούνταν διάφορα υπερφυσικά δρώμενα. Και πράγματι, κολακεύονταν να βλέπουν τους δεισιδαίμονες ακροατές τους να μένουν ενεοί, με στόμα να χάσκει, με έκδηλη στο πρόσωπο την αγωνία και την περιέργεια για το μέγα Άγνωστο.
Οι διάφορες παραδόσεις, επαυξανόμενες από ατελείωτες ορδές σχολίων και προσθηκών, αποτέλεσαν ολόκληρη ιστορία, η οποία έχει τον πρόλογό της στην προϊστορική εποχή.
Εν γένει, βρυκόλακες γίνονταν οι νεκροί, που στη ζωή τους είχαν αποδειχτεί κακοί, σατανικοί και άδικοι, αλλά και εκείνοι που δεν είχαν λάβει τη φροντίδα μιας σωστής ταφικής διαδικασίας, αλλά και όσοι είχαν βρει έναν τραγικά άγριο και βίαιο θάνατο. Διευθύνονταν από πονηρά δαιμόνια και εξέρχονταν από το μνήμα τους κάθε μέρα, εκτός του Σαββάτου. Αρέσκονταν να φοβίζουν και να κακοποιούν τους ζωντανούς τις σκοτεινές νύχτες, που επικρατούσε σιγαλιά και αταραξία.
Μάταια προσπαθούσαν οι συγγενείς και οι φίλοι των βρυκολάκων να εμποδίσουν την είσοδό τους στα σπίτια τους, κλείνοντας ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι βρυκόλακες, σκελετωμένοι από τον θάνατο, με πρόσωπα ειδεχθή και αποκρουστικά, αποστάζοντας σκουλήκια, έβρισκαν πάντα τον τρόπο να εισβάλλουν στα κονάκια των φτωχών ανθρώπων.
Και αφού εισέρχονταν τελικά στο εσωτερικό του σπιτιού, κατέτρωγαν κάθε ζωική ουσία, έως και το κρέας το ωμό, γιατί η πείνα τους δεν έβρισκε κορεσμό και ικανοποίηση.
Έπειτα, ο βρυκόλακας έπνιγε τα βρέφη. Αυτός ήταν ο λόγος, που οι μητέρες σταύρωναν στοργικά τα μωρά τους, την ώρα που τα τύλιγαν στα σπάργανα, πριν τα βάλουν για ύπνο.
Αλλά και τις λεχώνες και τις μωρομάνες ενοχλούσε το φοβερό δαιμόνιο του βρυκόλακα. Γι’ αυτό και απαγορευόταν στους επισκέπτες των γυναικών να αναφέρουν το όνομα και την ύπαρξή του ακόμα. Οι γυναίκες, δε, φρόντιζαν πάντα να κρεμούν ένα ιερό περίαπτο, ένα μικρό φυλαχτό, στους λαιμούς των παιδιών τους, για να μην τα μαγαρίσει και τα καταραστεί ο απέθαντος και στο τέλος, τα ξεπαστρέψει.
Αλλά, μόλις ο πετεινός έπαιρνε να χτυπά τις φτερούγες του και έκραζε, όχι τρεις, αλλά μια φορά μονάχα που ήταν αρκετή, έτρεχε μαινόμενος ο απέθαντος, για να μην τον προλάβει το πρώτο φως της μέρας.
Ήταν αρκετό να ακουστούν λίγοι ψίθυροι ότι κάποιος από τους νεκρούς είχε μάλλον βρυκολακιάσει και τότε, το προσεχές Σάββατο, το νεκροταφείο κατακλυζόταν από συγγενείς, φίλους, χωροφύλακες, παπάδες κι Επισκόπους. Ο Επίσκοπος, λοιπόν, διέταζε τον νεκρό να καταναλώσει όλα τα φαγητά που του είχαν φέρει. Αν αυτό, φυσικά, δε συνέβαινε, ο νεκρός χαρακτηριζόταν αμέσως ως βρυκολακιασμένος και σκηνές αλλοφροσύνης ακολουθούσαν.
Εν συνεχεία, αποφασιζόταν να καούν τα οστά του. Εάν έμεναν ατέφρωτα τεμάχια, η διαδικασία επαναλαμβανόταν, γιατί πίστευαν ότι μπορούσε να αναγεννηθεί από ένα νύχι του μονάχα. Άλλοτε, πάλι, κάρφωναν το μιαρό σώμα του στον τάφο. Όσοι ζούσαν στα παράλια, έπαιρναν το κορμί του βρυκόλακα και το μετέφεραν σε ερημονήσι, για να περάσει θάλασσα, μέσα στην οποία χάνονταν, καθώς βυθίζονταν στον πάτο, όλες οι βέβηλες και σατανικές του ιδιότητες.
Ως μέσο προφύλαξης κατά του βρυκολακιάσματος, που ήταν σίγουρο ότι θα συνέβαινε, εάν μια γάτα δρασκέλιζε το πτώμα πριν ταφεί, οι άνθρωποι έκαναν τα εξής: έπαιρναν δυο πρωτότοκα μοσχάρια, τα οποία τα περιέφεραν στο χωριό με ευχές και δεήσεις. Έπειτα, τα έθαβαν ζωντανά σε μια διασταύρωση, την οποία την ονόμαζαν “Σταυρό”. Αν έθαβαν, λοιπόν, τον νεκρό εντός του χώρου που είχε ορίσει η περιφορά των βοδιών, δεν υπήρχε πλέον φόβος. Ο νεκρός δε θα βρυκολάκιαζε ποτέ…
Έτσι δικαιολογείται ότι σε όλα σχεδόν τα χωριά της Πελοποννήσου υπάρχει τοποθεσία με το όνομα “Σταυρός”.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΑΘΗΝΑΪΣ”, στις 01/04/1882…
ΠΗΓΗ https://strangepress.gr/2019/11/17/oi-antilipseis-peri-brykolakon-stin-ellada-to-1882/?fbclid=IwAR3J13SZdrmnka2U9xJxOPV14SnI8iEF2TnMjRsHbphVmVFMqPz_6BRk9Hs