Η είδηση ότι το Βερολίνο αποφάσισε να βυθίσει στο σκοτάδι περίπου 200 ιστορικά κτίρια και μνημεία άνοιξε και στην Ελλάδα τη συζήτηση για τον τερματισμό ή τον περιορισμό της φωταγώγησης μνημείων στο πλαίσιο των προσπαθειών εξοικονόμησης ενέργειας
Την έναρξη της συζήτησης και εντός της ελληνικής επικράτειας σχετικά με πιθανό τερματισμό ή τον περιορισμό της φωταγώγησης εμβληματικών κτιρίων, μνημείων και τοποσήμων, στο πλαίσιο των προσπαθειών εξοικονόμησης ενέργειας, φαίνεται πως πυροδότησε η είδηση ότι το Βερολίνο αποφάσισε να βυθίσει στο σκοτάδι περίπου 200 ιστορικά κτίρια και μνημεία, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον δύσκολο ενεργειακά χειμώνα που πλησιάζει.
Και αν το να σβήσουν τα φώτα στην Ακρόπολη, στο Μέγαρο Μαξίμου ή στην ελληνική Βουλή δεν μοιάζει σε πρακτικό επίπεδο να σώζει την παρτίδα των ενεργειακών αναγκών της Πολιτείας, σε συμβολικό επίπεδο, σίγουρα περνά ένα πολύ ισχυρό μήνυμα προς τον πολίτη σχετικά με τη νέα σκληρή πραγματικότητα, εντός της οποίας το κράτος οφείλει πρώτο να δίνει σημάδια γραφής και να χαράσσει την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσουν με τη σειρά τους στη συνέχεια και τα νοικοκυριά.
«Το ζήτημα του ενεργειακού ελλείμματος είναι διεθνές, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι κατά μόνας, είναι θέμα εθνικής στρατηγικής, αναμένουμε οδηγίες που θα εξειδικευτούν από την Πολιτεία στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα», σημειώνει στα «ΝΕΑ», εκ μέρους του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο αντιδήμαρχος Οικονομικών Μιχάλης Κούπκας. Και η τοποθέτηση του μάλλον αντιπροσωπεύει την πλειονότητα των δημοτικών Αρχών ανά την Ελλάδα. Αλλωστε, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο δεν αποκλείεται να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βερολίνου και άλλων ευρωπαϊκών πόλεων.
Αθήνα
Από τον Δήμο Αθηναίων, όσον αφορά στην εξοικονόμηση ενέργειας, μιλούν για κινήσεις ουσίας που έχουν ήδη δρομολογηθεί ως κεντρική στρατηγική της δημοτικής αρχής – σε χρόνο μάλιστα προγενέστερο της ενεργειακής κρίσης – των οποίων η αξία σε ευρώ είναι πολλαπλάσια της διακοπής φωτισμού του δημαρχιακού μεγάρου στην Πλατεία Κοτζιά. Οπως σημειώνουν, το κόστος από τη σπατάλη εξαιτίας του απαρχαιωμένου δικτύου της πόλης είχε εντοπιστεί ως πρόβλημα πολύ πριν απ’ την εκλογή του νυν δημάρχου, γι’ αυτό και είχε σχεδιαστεί ένα μεγάλο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του δημοτικού φωτισμού, το οποίο αναμένεται να τεθεί προς υλοποίηση το προσεχές διάστημα.
Πηγές από το γραφείο του Κώστα Μπακογιάννη επισημαίνουν στα «ΝΕΑ»: «Ο Δήμος Αθηναίων ήδη υλοποιεί το μεγαλύτερο πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης που σχεδιάστηκε ποτέ στη χώρα. Αντικαθιστά τον «παραδοσιακό» τρόπο λειτουργίας του φωτισμού της πόλης με τη χρήση νέων τεχνολογιών, που στόχο έχουν να βελτιώσουν και να ενισχύσουν τον δημόσιο φωτισμό σε κάθε σημείο της Αθήνας. Τα οφέλη θα είναι σημαντικά τόσο για το περιβάλλον όσο και για την οικονομία, καθώς η μείωση της ενέργειας που καταναλώνεται για τον φωτισμό της πόλης θα αποφέρει εξοικονόμηση πόρων για τον Δήμο. Η σύμβαση έχει υπογραφεί και στις αρχές του φθινοπώρου υπολογίζεται ότι θα αρχίσει η τοποθέτηση των νέων φωτιστικών.
Το έργο του οδοφωτισμού θα μειώσει κατά πολύ τη δαπάνη για ρεύμα, καθώς η κατανάλωση του ρεύματος (για οδοφωτισμό) μπορεί να μειωθεί μέχρι και 80%. Τα 43.678 σύγχρονα φωτιστικά σώματα νέας τεχνολογίας που θα τοποθετηθούν στους κοινόχρηστους χώρους, θα αφορούν και στα επτά δημοτικά διαμερίσματα, με απεριόριστα σενάρια λειτουργίας και ελέγχου του φωτισμού ανά σημείο, δρόμο, γειτονιά ή πλατεία».
Θεσσαλονίκη
«Κατανοούμε ότι αν υπάρχει θέμα περικοπής της ενεργειακής δαπάνης ακόμα και σε οδοφωτισμό δημοτικών κτιρίων, μνημείων ή άλλων τοποσήμων, είμαστε έτοιμοι να το εφαρμόσουμε, αρκεί αυτός ο περιορισμός του φωτισμού να μην οδηγεί σε ζητήματα ασφάλειας του πολίτη.
Δεν μπορούμε, δηλαδή, να μιλάμε για συνολική συσκότιση, παρά μόνο για περιορισμό του φωτισμού όπου και αν αυτό είναι εφικτό για τις πόλεις μας. Δεν μπορούμε να αρχίσουμε να συσκοτίζουμε τις γειτονιές την ώρα που δίνουμε μια μάχη για την εγκληματικότητα», λέει από την πλευρά του ο αντιδήμαρχος Οικονομικών του Δήμου Θεσσαλονίκης Μιχάλης Κούπκας, συμπληρώνοντας: «Ενα εμβληματικό κτίριο, το να μην είναι φωτισμένο από τις 2 έως τα χαράματα, έχει ένα νόημα. Το να μην είναι φωτισμένο, όμως, ώρες κατά τις οποίες προσθέτει στο τουριστικό προϊόν μιας πόλης, δημιουργεί άλλα ζητήματα.
Για παράδειγμα, με έναν όροφο κλειστό σε μια δημόσια υπηρεσία, μέσω τηλεργασίας, εξοικονομείται ένα σημαντικό κομμάτι κόστους για ενέργεια. Γενικά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Μία πολιτική απόφαση δεν πρέπει να επηρεάζει δραματικά μια άλλη, γιατί τότε δεν λύνουμε το πρόβλημα, απλά δημιουργούμε ένα νέο».