Τα δάνεια του Αίσχους
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ της Δημόσιας Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Ανδρέας Ανδρεάδης το βιβλίο του «Ιστορία των Εθνικών δανείων, που έβγαλε το 1904, τ’ αρχίζει μ΄αυτόν εδώ τον τρόπο:
«C’ est une lamentable histoire que celle de la dette hellenique (είναι μία αξιοθρήνητος ιστορία τα χρέη της Ελλάδας)». Δια των λέξεων τούτων ήρχετο, πρό πεντήκοντα επτά ετών, ο Casimir Leconte της μελέτης του δημοσίου χρέους της Ελλάδος. Μετά την πάροδον σχεδόν εξ δεκαετηρίδων ο επιχειρών συγγραφήν επί του θέματος δύναται ν΄ αναγράψη και αυτός την αυτήν φράσιν».
Από τότε που τα ‘λεγε αυτά ο Ανδρεάδης πέρασαν άλλα πενήντα οχτώ χρόνια. Κι όμως, κι εμείς τώρα το ίδιο μπορούμε να πούμε, όπως ο Leconte το 1847 κι ο Ανδρεάδης το 1904, πως μαύρη κι άραχλη στέκεται η ιστορία των εθνικών μας δανείων.
Τα δύο πρώτα μας δάνεια γίνηκαν στην Αγγλία. Το ένα το 1824, αξίας 800.000 λιρών, που μας δόθηκαν στα 59% – με 59 δηλαδή λίρες έπαιρνες μετοχές για 100! – ξεκαθάρισε όλες κι όλες 348.000 λίρες. Το άλλο, των 2.000.000 λιρών του 1825, ήτανε ακόμα πιο τοκογλυφικό, μας δόθηκε στα 55 ½% και ξεκαθάρισε 572.000 λίρες. Κι όμως, για τις 920.800 λίρες, που κι απ΄αυτές κάτι λιγοστές φτάσανε στον τόπο μας, γιατί οι πιότερες φαγώθηκαν από τους ναυπηγούς της Αγγλίας και της Αμερικής και το λόρδο Κόχραν, χρωστούσαμε το 1854 στους Εγγλέζους κεφαλαιούχους πάνω από…..οχτώ εκατομμύρια λίρες!
Όπως είπαμε, η συνθήκη που υπόγραψαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις κι η Βαβαρία στο Λονδίνο στις 25-7 του Μάη 1832 πρόβλεπε την έκδοση, με την εγγύησή τους, ενός δάνειου 60.000.000 φράγκων σε τρεις σειρά. Άκου τώρα την ιστορία του, για να δεις πως όχι μονάχα δεν απολαύσαμε καμιά προκοπή απ΄αυτό, παρά και μας βούλιαξε οικονομικά και μπορέσαμε από τότες να ανασάνουμε.
Το δάνειο το διαπραγματεύθηκαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις μ΄εκείνους τους πάμπλουτους τραπεζίτες του Παρισιού, τους Ρότσιλντ. Τ΄αγόρασαν οι Ρότσιλντ στα 94%, πήρανε και 2% μεσιτεία και μαζί με «άλλα τινά ωφελήματα», βούτηξαν 6.986.013 δραχμές, μ΄άλλα λόγια γύρω στις διακόσιες εβδομήντα εφτά χιλιάδες χρυσές λίρες.
Καλή δουλειά.
Από τα είκοσι εκατομμύρια που εγγυήθηκαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις τελικά εκδόθηκαν τούτα δω τα ποσά:
Μ΄εγγύηση της Αγγλίας φράγκα 19.838.805
>> Ρωσίας >> 19.999.573
>> Γαλλίας >> 17.400.662
__________
Σύνολο φράγκα 57.239.040
>> Γαλλίας >> 17.400.662
__________
Σύνολο φράγκα 57.239.040
Τούτο το ποσό ισοδυναμούσε με 63.924.559 δραχμές εκείνου του καιρού.
Αφαιρούμε απ’ αυτές:
Σε Δρχ.
1.- Τα όσα βούτηξαν τα φτωχαδάκια οι Ρότσιλντ: 6.986.013
Σε Δρχ.
1.- Τα όσα βούτηξαν τα φτωχαδάκια οι Ρότσιλντ: 6.986.013
2. – Τόκους και χρεωλύσια που πλέρωσε ως τις 31 του Δεκέμβρη 1843 ο πεινασμένος λαός μας: 33.080.795
_________
Σύνολο: 40.066.808 δρχ
_________
Σύνολο: 40.066.808 δρχ
Ας δούμε τώρα που τα σπαταλήσαμε:
Σε Δρχ.
1.-Στην Τουρκία γι’ αποζημίωση που την όρισαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, δίχως βέβαια να μας ρωτήσουν: 12.531.174
2.- Για πλερωμή παλαιών χρεών: 2.238.559
3.- Για έξοδα της σεβαστής μας αντιβασιλείας (μισθοί, οδοιπορικά, έπιπλα): 1.397.654
_________
Σύνολο: 16.167.387 δρχ
Σε Δρχ.
1.-Στην Τουρκία γι’ αποζημίωση που την όρισαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, δίχως βέβαια να μας ρωτήσουν: 12.531.174
2.- Για πλερωμή παλαιών χρεών: 2.238.559
3.- Για έξοδα της σεβαστής μας αντιβασιλείας (μισθοί, οδοιπορικά, έπιπλα): 1.397.654
_________
Σύνολο: 16.167.387 δρχ
Άμα αφαιρέσεις τούτα τα ποσά απ’ όσα πήραμε, θα βρεις πως όλες κι όλες μας μείνανε 7.690.360 δραχμές. Πάλι καλά, ίσως πεις. Μη βιάζεσαι. Κράτα τώρα την ανάσα σου, γιατί φτάσαμε στο μεγάλο έξοδο, στα όσα μας στοίχισε η ευτυχία να ‘χουμε γερμανικό στρατό κατοχής.
Ο πρώτος ταχτικός βαβαρικός στρατός που ήρθε μαζί με τον Όθωνα στην Ελλάδα ορίστε τι μας κόστισε:
Δρχ.
Δρχ.
1.- Για οπλισμό, συντήρηση, μισθούς και έξοδα μεταφοράς στον ερχομό: 2.746.067
2.- Για συντήρησή του ένα χρόνο στην Ελλάδα: 1.784.283
3.- Για έξοδα μεταφοράς στην επιστροφή του: 217.700
_________
Σύνολο 4.748.050 δρχ
2.- Για συντήρησή του ένα χρόνο στην Ελλάδα: 1.784.283
3.- Για έξοδα μεταφοράς στην επιστροφή του: 217.700
_________
Σύνολο 4.748.050 δρχ
Έξυπνα ειπώθηκε τότε πως «οι Έλληνες πλερώσανε για να ‘χουν τους Βαβαρούς κι έπειτα ξαναπλέρωσαν για να τους ξεφορτωθούν».
Κι επειδής οι πολιτισμένοι πάντοτες φροντίζουν να συνδυάζουν το καλό με τ’ ωφέλιμο, φρόντισαν, καθώς μολόγησε στις 3 του Μάρτη 1860 στη Γερουσία κι αυτός ακόμα ο τελευταίος υπουργός των Στρατιωτικών του ‘Οθωνα, ο Σπυρομήλιος, να μας πασάρουν όλη τη σκαρταδούρα που είχαν. «Το πολεμοφόδια και αι αποσκευαί», είπε, που μ΄αυτά εφοδίασαν το στρατό που στείλανε, «συνεκείντο εξ όσων αχρήστων πραγμάτων περιείχον αι αποθήκαι και τα οπλοστάσια του Μονάχου». Άντε και πετύχαμε την ευκαιρία να ξεφορτωθούμε τη σαβούρα, αποφάσισαν χουβαρντάδικα οι σωτήρες μας.
Αυτά για τον ταχτικό βαβαρικό στρατό. Ας ξετάσουμε τώρα πόσα μας στοίχισαν κι οι εθελοντές, οι πρατιτοριανοί δηλαδή. Εδώ τα πράγματα μπερδεύουνται. Ας δούμε πρώτα τι σόι ήταν. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Strong, ανάμεσα στα 1832 και 1835 στρατολογήθηκαν, σαν «εθελοντές», 5.410 στρατιώτες κι αξιωματικοί. Οι 3.345 απ΄αυτούς ήταν Βαβαροί, οι 1.440 από διάφορα μικρά γερμανικά κρατίδια κι οι υπόλοιποι 625 από τα κατακάθια τούτων εδώ των τόπων:
Ελβετοί 235
Πρώσοι 186
Αυστριακοί 135
Γάλλοι 23
Δανοί 19
Ρώσοι 10
Ιταλοί 6
Σουηδοί 3
Άγγλοι 2
Ολλανδοί 1
Ισπανοί 1
Βέλγοι 1
Τούρκοι 3
Πρώσοι 186
Αυστριακοί 135
Γάλλοι 23
Δανοί 19
Ρώσοι 10
Ιταλοί 6
Σουηδοί 3
Άγγλοι 2
Ολλανδοί 1
Ισπανοί 1
Βέλγοι 1
Τούρκοι 3
Αυτοί οι τελευταίοι «εθελοντές» θα ‘τανε, το δίχως άλλο, «ακραιφνείς φιλέλληνες». Και για τούτο ήρθανε κι αυτοί να σώσουν την Ελλάδα από κείνους τους εγκληματίες, τους ήρωες του Εικοσιένα!
Ας ξετάσουμε τώρα πόσα μας στοίχισαν αυτά τα περιτρίμματα του κόσμου. Ο Ευαγγελίδης κι ο Κυριακίδης λένε πως ξοδεύτηκαν για τα βαβαρέζικα στρατεύματα, ταχτικά κι «εθελοντές», έντεκα εκατομμύρια φράγκα κι άλλοι μιλάνε για δεκάξι.
Ο Παπαντωνίου γράφει:
«Τρεις χιλιάδες βαυαρικός στρατός, χρήσιμος μόνο για να μείνουν εξαιτίας του νηστικοί, άνεργοι και απελπισμένοι οι Έλληνες που πολέμησαν στο Εικοσιένα και να ζητούν διέξοδο στη ληστεία οι άνθρωποι του μπαρουτιού που δίκαια περίμεναν, όταν η χώρα έγινε βασίλειο, να σχηματίσουν τον εθνικό της στρατό. Έτσι χώρισαν τον Όθωνα και το λαό του από το ένα μέρος η καμαρίλα του ανακτορικού γραφείου, από το άλλο η βαβαρική στρατιά με τους περιττούς αξιωματικούς, παγώνια που καμάρωναν μέσα σε φανταχτερές στολές. Δεκατέσσερα εκατομμύρια δραχμές ξοδεύτηκαν για να ‘ρθή η παράτα, να γίνη μισητή και να φυγή όπως έφυγε» ‘.
«Τρεις χιλιάδες βαυαρικός στρατός, χρήσιμος μόνο για να μείνουν εξαιτίας του νηστικοί, άνεργοι και απελπισμένοι οι Έλληνες που πολέμησαν στο Εικοσιένα και να ζητούν διέξοδο στη ληστεία οι άνθρωποι του μπαρουτιού που δίκαια περίμεναν, όταν η χώρα έγινε βασίλειο, να σχηματίσουν τον εθνικό της στρατό. Έτσι χώρισαν τον Όθωνα και το λαό του από το ένα μέρος η καμαρίλα του ανακτορικού γραφείου, από το άλλο η βαβαρική στρατιά με τους περιττούς αξιωματικούς, παγώνια που καμάρωναν μέσα σε φανταχτερές στολές. Δεκατέσσερα εκατομμύρια δραχμές ξοδεύτηκαν για να ‘ρθή η παράτα, να γίνη μισητή και να φυγή όπως έφυγε» ‘.
Άλλοι πάλι ανεβάζουν τα έξοδα σε δεκάξι εκατομμύρια κι ο Sergeant λέει πως «μονάχα για τον βαβαρικό στρατό ξοδεύτηκαν ανάμεσα στο 1833 με 1835, σύμφωνα με μια δήλωση που έκανε ο υπουργός των Στρατιωτικών Σμαλτς, 20.087.978 δραχμές». Ο αριθμός αυτός ίσως να μην είναι υπερβολικός, γιατί ο Frederic Strong, πρόξενος της Βαβαρίας στην Αθήνα και τραπεζίτης, στο βιβλίο του «Greece as a Kingdom», που έβγαλε το 1842 κι όπου σ’ αυτό δημοσιεύει στατιστικές στηριγμένες πάνω σ’ επίσημα στοιχεία, γράφει πως τα έξοδα του υπουργείου των Στρατιωτικών ανέβηκαν στα τέσσερα πρώτα χρόνια της βαβαροκρατίας σε 27.500.000 δραχμές . Όταν λοιπόν λογαριάσουμε πως-το 1835 ο στρατός είχε 8.208 άντρες που τα δυο τρίτα απ’ αυτούς ήτανε Βαβαροί — που καλοπλερώνονταν ενώ οι δικοί μας παίρνανε μισθούς πείνας— τότε θα δούμε πως το ποσό που μνημονεύει ο Sergeant πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Πάρε, φίλε μου, όποιον αριθμό θες από τούτους που μνημονέψαμε κι άμα κάνεις τη σούμα θα βρεις πως όχι μονάχα δεν απόμεινε τίποτα για μας τους φουκαράδες από τα δάνεια, παρά ξοδέψαμε κι εκείνα τα λίγα που έδινε ο χαροκαμένος τόπος μας, για να ‘χουμε την τιμή και την ευχαρίστηση να μας καθίσουν στο σβέρκο αφεντάδες οι Μπαβαρέζοι. Κι όμως το 1843, αν κι είχαμε πλερώσει ως τότες για τόκους και χρεολύσια 33.080.795 δραχμές, χρωστούσαμε στις τρεις μεγάλες Δυνάμεις δραχμές 66.842.126 και 46 λεπτά για την ακρίβεια!
Άντε τώρα εσύ, Ψωροκώσταινα, να προκόψεις έπειτα από την τόση γαλαντομιά των μεγάλων!
Πάρε, φίλε μου, όποιον αριθμό θες από τούτους που μνημονέψαμε κι άμα κάνεις τη σούμα θα βρεις πως όχι μονάχα δεν απόμεινε τίποτα για μας τους φουκαράδες από τα δάνεια, παρά ξοδέψαμε κι εκείνα τα λίγα που έδινε ο χαροκαμένος τόπος μας, για να ‘χουμε την τιμή και την ευχαρίστηση να μας καθίσουν στο σβέρκο αφεντάδες οι Μπαβαρέζοι. Κι όμως το 1843, αν κι είχαμε πλερώσει ως τότες για τόκους και χρεολύσια 33.080.795 δραχμές, χρωστούσαμε στις τρεις μεγάλες Δυνάμεις δραχμές 66.842.126 και 46 λεπτά για την ακρίβεια!
Άντε τώρα εσύ, Ψωροκώσταινα, να προκόψεις έπειτα από την τόση γαλαντομιά των μεγάλων!
Η ΡΕΜΟΥΛΑ
Και στα ποσά που αναφέραμε δεν είναι μέσα τα όσα πλερώναμε για να ‘χουμε δυνάστες Γερμανούς συμβούλους, παρασυμβούλους κι αυλικούς. Ίσως όμως κάποιος μου πει:
– Άδικος είσαι σ’ αυτό· είχαμε κέρδος τα φώτα τους. Εμένα μου λες! Τόσα στάθηκαν τα φώτα τους, που ο κοσμάκης εξαγριωνόταν όταν λογάριαζε «το μέγεθος της πληρωμής τους και την ασήμαντη φύση της υπηρεσίας τους». Βλέπανε, όπως παραδέχεται κι αυτός ακόμα ο Βαβαρός Νέζερ, «ανθρώπους αχρείους να κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα (…) την στιγμήν πού έβασάνιζεν ή πτώχεια εκείνους πού είχον πολεμήσει υπέρ ελευθερίας». Μα κι ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος, σε γράμμα του που έστειλε το Δεκέμβρη του 1833 στο γιο του, ομολογούσε πως «υπέρ της διαχειρίσεως ουδέν εγένετο, διότι η αντιβασιλεία ουδέ εν δένδρον εφύτευσεν μέχρι τούδε».Για να καταλάβεις τι ξεφτέρια ήταν αυτοί οι σύμβουλοι που ρουφούσαν το αίμα της καρδιάς μας, όσο που εμείς ξεροσταλιάζαμε στην πείνα, άκου τούτο δω το περιστατικό, όπως τ’ ανιστοράει όχι κανένας δικός μας, μα ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι. Καθώς ξέρεις, εκείνον τον καιρό, για να στεγνώνουν το μελάνι στα χαρτιά, δε μεταχειρίζονταν στουπόχαρτο παρά άμμο. Άλλο τίποτις από δαύτον στον τόπο μας. Κι όμως, κάποιος φωστήρας από τους ειδικούς που μας στείλανε, ο αρχιγεωμέτρης Γέβχαρτ —όπως ήτανε ο επίσημος τίτλος του— έπειτα από πρωινό περίπατο στην Πεντέλη, έτρεξε να βρει τον συμπατριώτη του συνταγματάρχη Ρόεσνερ και μ’ ενθουσιασμό του είπε πως… ανακάλυψε σπουδαίο θησαυρό: στρώμα γραφίτη!
—Θα προτείνω λοιπόν, του ξήγησε, να φτιάσουμε ένα μύλο για να κάνουμε τον γραφίτη άμμο για τα βασιλικά γραφεία.
«Εν άλλη χώρα τοιούτος άνθρωπος θα εστέλλετο εις το φρενοκομείον. Εν Βαυαρία ετέθη απλώς εις αργίαν, εδώ δε είναι ευνοούμενος του κυρίου αρχιγραμματέως και λαμβάνει ετήσιον μισθόν 4.320 δραχμών» .
Τέτοια αρετή και προκοπή μας μάθαιναν οι Ευρωπαίοι. Για τους Γέβχαρτ ξοδεύανε νεράκι το χρυσάφι, ενώ για τους Έλληνες τσιγκουνεύονταν κι αυτήν ακόμα τη δεκάρα, θυμίζοντάς τους αδιάκοπα πως φτωχό είναι το κράτος. Ήρθανε σ’ έναν τόπο που για να δροσίσει ο λαός του τα χείλια του με λίγη λευτεριά γίνηκαν όλα ρημαδιό, και του φόρεσαν, για ν’ ανασάνει ο λαός, το βρακί για σαρίκι. Ανάθεμα στα φώτα τους! Συμπάθα με, αναγνώστη, μα σαν ερθεί στην ώρα της η βλαστήμια αξίζει όσο εκατό κύριε ελέησον. Σωστά κι άγια έγραφε ο Κρέμος, πριν από εβδομήντα χρόνια, πως τέτοιες απάτες κίναγαν «την άγανάκτησιν παντός ευσυνείδητου ανθρώπου θεωρούντος τους δυστυχείς Έλληνας αγομένους και φερομένους υπό παντός αγύρτου της Ευρώπης και αποτίνοντας δη και μεγάλα χρήματα επί τούτω καίπερ πενομένους δεινώς».
«Τα δάνεια», γράφει ο Μακρυγιάννης, «εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά. Εις την Πάτρα τον ζωγράφισαν και τον έκαψαν σαν τον Γιούδα για την καλοσύνη οπούκαμεν εις την Ελλάδα. Κι ο θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή» .
Μα κι ο Γούδας βεβαιώνει πως τα δάνεια πήγανε στην τσέπη των Βαβαρών.
«Ωκοδομήθηκαν», λέει, «στιλπνοί περί το Μόναχον επαύλεις, ενώ οι μεν αγωνισταί απέθνησκον επί της ψάθης αι δε χήραι και τα ορφανά αυτών δεν είχον πως να κρύψωσι την γυμνότητα των» 3.
Κι ο Κρέμος γράφει πως «οι πλείστοι εκ πτωχών πλούσιοι εγένοντο».
Το πάγαιναν γαϊτάνι οι Βαβαρέζοι τρώγανε, πίνανε και πλερώναμε εμείς οι φτωχοί, μα χουβαρντάδες.
Κι ο Π. Χαλκιόπουλος, με το δίκιο του, έγραφε πως
«οι Βαυαροί πρώτοι μας έδωκαν το παράδειγμα της καταχρήσεως, του σφετερισμού και της σπατάλης των δημοσίων.
Η χρήσις του δανείου των 60 εκατομμυρίων ήτο ζωηρά εικών, εις τα όμματα των Ελλήνων, σπατάλης ανήκουστου. Βαυαροί διαχειριζόμενοι δημόσια χρήματα έκλεπταν και δια να μη καταδιωχθώσιν, εξεδιώκοντο κρυφά εις την αλλοδαπήν. Εις εξ αυτών ήτο και ο βαυαρός δικαστής Στρατομάϊερ, όστις μεταφερθείς υπό συνοδείαν Βαυαρών εις Ναύπλιον και εκεί επιβιβασθείς εις πλοίον ξένης δυνάμεως, ανεχώρησε δια την Τεργέστην, όπως αποφυγή ή βασιλεία την εντροπήν της επί κλοπή καταδίκης δικαστού βαυαρού».
Ο Faudot, στο βιβλίο του «Η αλήθεια πάνω στις υποθέσεις της Ελλάδας», μνημονεύει τούτα δω τα χαραχτηριστικά:
«Ο Μπενζαμέν Κωστάν έλεγε από το βήμα της Βουλής σχετικά με το ελληνικό δάνειο, πως αντί να στέλνουμε τα ποσά στην Ελλάδα, θα ήταν απλούστερο να τα στέλναμε κατ’ ευθείαν στο Μόναχο, για να μην κάνουν το μεγάλο αλλόγυρο από το Παρίσι στην Ελλάδα κι από την Ελλάδα στη Βαυαρία. Κι ο Μπενζαμέν Κωστάν γνώριζε καλά το τι έτρεξε. Οι Βαυαροί, έχοντας βοηθούς τους ετερόχθονες, δεν άφησαν το παραμικρό ψιχίο από το δάνειο, που θα στεκόταν για τη χώρα ένας τεράστιος πόρος, αν λογαριάσουμε τους εξευτελιστικούς μισθούς και τα μικρά ετήσια έξοδα».
Σωστά λοιπόν λέει ο καθηγητής Ανδρεάδης πως ο τόπος
«ουχί μόνον δεν επορίσθη ουδεμίαν πραγματικήν ωφέλειαν εκ δανείου προορισμένου να τω επιτρέψη ν’ αναλάβη οικονομικώς, άλλ’ εκπληρώσαν τας υποχρεώσεις του μέχρι του 1843 υπεβλήθη εις θυσίας ουχί μικρός».
Κόντεψα να ξεχάσω κι ένα ακόμα γουστόζικο κοντύλι: τη βασιλική χορηγία του Όθωνα. Τούτο το πνευματικά και σωματικά καθυστερημένο παιδαρέλι που φέρανε για βασιλιά πήρε τον πρώτο χρόνο που ήρθε, το 1833, 986.801 δραχμές. Και ξέρεις πόσα ήτανε τα έσοδα του κράτους μας εκείνο το χρόνο; Ανέβαιναν σε 7.721.370 δραχμές. Δηλαδή, χρειαζόταν το παιδαρέλι αυτό, για να φάει και να πιει, το ένα όγδοο των κρατικών εσόδων! Και κοίτα και τούτο δω το νόστιμο: ο προϋπολογισμός εξόδων όλων των υπουργείων τότες, εξόν από τα στρατιωτικά, δηλαδή Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Οικονομικών και Παιδείας ήτανε 1.140.097 δραχμές. Κάτι λίγα παραπάνω απ’ όσα μας στοίχιζε ο Όθωνας. Μέσα στα τριάντα χρόνια που βασίλεψε, πήρε, μονάχα για βασιλική χορηγία, πάνω από ένα εκατομμύριο πενήντα χιλιάδες χρυσές λίρες εκείνης της εποχής, που η πραγματική αξία τους στεκόταν τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ’ όσο είναι σήμερα. Αυτό λοιπόν και μόνο το ποσό αν είχε ξοδευτεί, στα πρώτα χρόνια που συγκροτηθήκαμε σε κράτος, σ’ έργα παραγωγικά, η μοίρα του τόπου μας θα ‘τανε τώρα διαφορετική.
– Άδικος είσαι σ’ αυτό· είχαμε κέρδος τα φώτα τους. Εμένα μου λες! Τόσα στάθηκαν τα φώτα τους, που ο κοσμάκης εξαγριωνόταν όταν λογάριαζε «το μέγεθος της πληρωμής τους και την ασήμαντη φύση της υπηρεσίας τους». Βλέπανε, όπως παραδέχεται κι αυτός ακόμα ο Βαβαρός Νέζερ, «ανθρώπους αχρείους να κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα (…) την στιγμήν πού έβασάνιζεν ή πτώχεια εκείνους πού είχον πολεμήσει υπέρ ελευθερίας». Μα κι ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος, σε γράμμα του που έστειλε το Δεκέμβρη του 1833 στο γιο του, ομολογούσε πως «υπέρ της διαχειρίσεως ουδέν εγένετο, διότι η αντιβασιλεία ουδέ εν δένδρον εφύτευσεν μέχρι τούδε».Για να καταλάβεις τι ξεφτέρια ήταν αυτοί οι σύμβουλοι που ρουφούσαν το αίμα της καρδιάς μας, όσο που εμείς ξεροσταλιάζαμε στην πείνα, άκου τούτο δω το περιστατικό, όπως τ’ ανιστοράει όχι κανένας δικός μας, μα ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι. Καθώς ξέρεις, εκείνον τον καιρό, για να στεγνώνουν το μελάνι στα χαρτιά, δε μεταχειρίζονταν στουπόχαρτο παρά άμμο. Άλλο τίποτις από δαύτον στον τόπο μας. Κι όμως, κάποιος φωστήρας από τους ειδικούς που μας στείλανε, ο αρχιγεωμέτρης Γέβχαρτ —όπως ήτανε ο επίσημος τίτλος του— έπειτα από πρωινό περίπατο στην Πεντέλη, έτρεξε να βρει τον συμπατριώτη του συνταγματάρχη Ρόεσνερ και μ’ ενθουσιασμό του είπε πως… ανακάλυψε σπουδαίο θησαυρό: στρώμα γραφίτη!
—Θα προτείνω λοιπόν, του ξήγησε, να φτιάσουμε ένα μύλο για να κάνουμε τον γραφίτη άμμο για τα βασιλικά γραφεία.
«Εν άλλη χώρα τοιούτος άνθρωπος θα εστέλλετο εις το φρενοκομείον. Εν Βαυαρία ετέθη απλώς εις αργίαν, εδώ δε είναι ευνοούμενος του κυρίου αρχιγραμματέως και λαμβάνει ετήσιον μισθόν 4.320 δραχμών» .
Τέτοια αρετή και προκοπή μας μάθαιναν οι Ευρωπαίοι. Για τους Γέβχαρτ ξοδεύανε νεράκι το χρυσάφι, ενώ για τους Έλληνες τσιγκουνεύονταν κι αυτήν ακόμα τη δεκάρα, θυμίζοντάς τους αδιάκοπα πως φτωχό είναι το κράτος. Ήρθανε σ’ έναν τόπο που για να δροσίσει ο λαός του τα χείλια του με λίγη λευτεριά γίνηκαν όλα ρημαδιό, και του φόρεσαν, για ν’ ανασάνει ο λαός, το βρακί για σαρίκι. Ανάθεμα στα φώτα τους! Συμπάθα με, αναγνώστη, μα σαν ερθεί στην ώρα της η βλαστήμια αξίζει όσο εκατό κύριε ελέησον. Σωστά κι άγια έγραφε ο Κρέμος, πριν από εβδομήντα χρόνια, πως τέτοιες απάτες κίναγαν «την άγανάκτησιν παντός ευσυνείδητου ανθρώπου θεωρούντος τους δυστυχείς Έλληνας αγομένους και φερομένους υπό παντός αγύρτου της Ευρώπης και αποτίνοντας δη και μεγάλα χρήματα επί τούτω καίπερ πενομένους δεινώς».
«Τα δάνεια», γράφει ο Μακρυγιάννης, «εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά. Εις την Πάτρα τον ζωγράφισαν και τον έκαψαν σαν τον Γιούδα για την καλοσύνη οπούκαμεν εις την Ελλάδα. Κι ο θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή» .
Μα κι ο Γούδας βεβαιώνει πως τα δάνεια πήγανε στην τσέπη των Βαβαρών.
«Ωκοδομήθηκαν», λέει, «στιλπνοί περί το Μόναχον επαύλεις, ενώ οι μεν αγωνισταί απέθνησκον επί της ψάθης αι δε χήραι και τα ορφανά αυτών δεν είχον πως να κρύψωσι την γυμνότητα των» 3.
Κι ο Κρέμος γράφει πως «οι πλείστοι εκ πτωχών πλούσιοι εγένοντο».
Το πάγαιναν γαϊτάνι οι Βαβαρέζοι τρώγανε, πίνανε και πλερώναμε εμείς οι φτωχοί, μα χουβαρντάδες.
Κι ο Π. Χαλκιόπουλος, με το δίκιο του, έγραφε πως
«οι Βαυαροί πρώτοι μας έδωκαν το παράδειγμα της καταχρήσεως, του σφετερισμού και της σπατάλης των δημοσίων.
Η χρήσις του δανείου των 60 εκατομμυρίων ήτο ζωηρά εικών, εις τα όμματα των Ελλήνων, σπατάλης ανήκουστου. Βαυαροί διαχειριζόμενοι δημόσια χρήματα έκλεπταν και δια να μη καταδιωχθώσιν, εξεδιώκοντο κρυφά εις την αλλοδαπήν. Εις εξ αυτών ήτο και ο βαυαρός δικαστής Στρατομάϊερ, όστις μεταφερθείς υπό συνοδείαν Βαυαρών εις Ναύπλιον και εκεί επιβιβασθείς εις πλοίον ξένης δυνάμεως, ανεχώρησε δια την Τεργέστην, όπως αποφυγή ή βασιλεία την εντροπήν της επί κλοπή καταδίκης δικαστού βαυαρού».
Ο Faudot, στο βιβλίο του «Η αλήθεια πάνω στις υποθέσεις της Ελλάδας», μνημονεύει τούτα δω τα χαραχτηριστικά:
«Ο Μπενζαμέν Κωστάν έλεγε από το βήμα της Βουλής σχετικά με το ελληνικό δάνειο, πως αντί να στέλνουμε τα ποσά στην Ελλάδα, θα ήταν απλούστερο να τα στέλναμε κατ’ ευθείαν στο Μόναχο, για να μην κάνουν το μεγάλο αλλόγυρο από το Παρίσι στην Ελλάδα κι από την Ελλάδα στη Βαυαρία. Κι ο Μπενζαμέν Κωστάν γνώριζε καλά το τι έτρεξε. Οι Βαυαροί, έχοντας βοηθούς τους ετερόχθονες, δεν άφησαν το παραμικρό ψιχίο από το δάνειο, που θα στεκόταν για τη χώρα ένας τεράστιος πόρος, αν λογαριάσουμε τους εξευτελιστικούς μισθούς και τα μικρά ετήσια έξοδα».
Σωστά λοιπόν λέει ο καθηγητής Ανδρεάδης πως ο τόπος
«ουχί μόνον δεν επορίσθη ουδεμίαν πραγματικήν ωφέλειαν εκ δανείου προορισμένου να τω επιτρέψη ν’ αναλάβη οικονομικώς, άλλ’ εκπληρώσαν τας υποχρεώσεις του μέχρι του 1843 υπεβλήθη εις θυσίας ουχί μικρός».
Κόντεψα να ξεχάσω κι ένα ακόμα γουστόζικο κοντύλι: τη βασιλική χορηγία του Όθωνα. Τούτο το πνευματικά και σωματικά καθυστερημένο παιδαρέλι που φέρανε για βασιλιά πήρε τον πρώτο χρόνο που ήρθε, το 1833, 986.801 δραχμές. Και ξέρεις πόσα ήτανε τα έσοδα του κράτους μας εκείνο το χρόνο; Ανέβαιναν σε 7.721.370 δραχμές. Δηλαδή, χρειαζόταν το παιδαρέλι αυτό, για να φάει και να πιει, το ένα όγδοο των κρατικών εσόδων! Και κοίτα και τούτο δω το νόστιμο: ο προϋπολογισμός εξόδων όλων των υπουργείων τότες, εξόν από τα στρατιωτικά, δηλαδή Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Οικονομικών και Παιδείας ήτανε 1.140.097 δραχμές. Κάτι λίγα παραπάνω απ’ όσα μας στοίχιζε ο Όθωνας. Μέσα στα τριάντα χρόνια που βασίλεψε, πήρε, μονάχα για βασιλική χορηγία, πάνω από ένα εκατομμύριο πενήντα χιλιάδες χρυσές λίρες εκείνης της εποχής, που η πραγματική αξία τους στεκόταν τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ’ όσο είναι σήμερα. Αυτό λοιπόν και μόνο το ποσό αν είχε ξοδευτεί, στα πρώτα χρόνια που συγκροτηθήκαμε σε κράτος, σ’ έργα παραγωγικά, η μοίρα του τόπου μας θα ‘τανε τώρα διαφορετική.
ΠΗΓΗ : http://www.iskra.gr