Το πώς η ιστορία του Αλεξάνδρου εμφανίζεται σε θρύλους των Αράβων, Αρμενίων, Βουλγάρων, Άγγλων, Αιθιόπων, Εβραίων, Μογγόλων, Σέρβων, Περσών κ.ά. εξετάζει το βιβλίο «Αλέξανδρος ο Μέγας- Από την Ιστορία στον θρύλο» (έκδοση του Πανεπιστημίου του Γέιλ), που υπογράφει ο Ρίτσαρντ Στόουνμαν (μετάφρ.: Μοσχή Φωτεινή, εκδόσεις Τόπος). Βιβλία με ανάλογο περιεχόμενο έχουν υπάρξει πολλά. Ωστόσο, όλα τερματίζουν την αφήγησή τους στο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αντιθέτως, για τον Στόουνμαν, αυτό το γεγονός αποτελεί απλώς την αφετηρία. Στο βιβλίο συγκεντρώνονται πρώτη φορά εκατοντάδες περιπετειώδεις θρύλοι που οι λαοί ανέπλασαν στις εθνικές τους αφηγήσεις.
Πριν το όνομα του Αλεξάνδρου εμπλακεί στη διαμάχη Ελλάδας και Σκοπίων, η δική του καταγωγή είχε δώσει τροφή για εκατοντάδες θρύλους. Οι Αιγύπτιοι τον θεωρούσαν γιο του Νεκτανεβώ Β΄ (τελευταίος από τους ανεξάρτητους φαραώ της Αιγύπτου, ο οποίος ηττημένος εγκαταλείπει την Αίγυπτο). Σύμφωνα με κάποιους καταφεύγει στη Μακεδονία και ζητάει άσυλο στην αυλή του βασιλιά Φιλίππου. Εκεί ερωτεύεται τη βασίλισσα Ολυμπιάδα και χρησιμοποιώντας τον κυνισμό αλλά και τη μαγική του τέχνη, προσπαθεί να γίνει εραστής της. «Ο Νεκτανεβώ παροτρύνει τη βασίλισσα να συνευρεθεί με τον θεό Άμμωνα, που έχει μαλλιά και γενειάδα από χρυσό και κέρατα επίσης χρυσά που φύονται από το κεφάλι του». Συλλέγοντας βότανα από την εξοχή, «έφτιαξε ένα μείγμα, έπειτα έπλασε μία γυναικεία φιγούρα από κερί και έγραψε επάνω το όνομα της Ολυμπιάδας». Στη συνέχεια, «ψάλλοντας τις κατάλληλες μαγικές φράσεις, προκαλεί στην Ολυμπιάδα ένα ερωτικό όνειρο στο οποίο εμφανίζεται μία παρόμοια μορφή και την κάνει να προσμένει την επίσκεψη του ίδιου του θεού». Αργότερα «Έβαλε μία προβιά από το πιο απαλό μαλλί προβάτου με τα κέρατα ακόμα καρφωμένα στο κεφάλι. Τα κέρατα έλαμπαν σαν χρυσάφι. Είχε προμηθευτεί ακόμα ένα εβένινο σκήπτρο, έναν λευκό χιτώνα και ένα μανδύα που έμοιαζε με δέρμα ερπετού. Φορώντας τα, μπήκε στο υπνοδωμάτιο, όπου η Ολυμπιάς ήταν κρυμμένη κάτω από τα σκεπάσματα, κρυφοκοιτάζοντας διστακτικά. Τον είδε να μπαίνει, αλλά δεν φοβήθηκε, γιατί έμοιαζε ακριβώς με τον θεό στο όνειρό της. Οι λύχνοι ήταν αναμμένοι και η Ολυμπιάς σκέπασε το πρόσωπό της. Ο Νεκτανεβώ, αφήνοντας το σκήπτρο του στην άκρη, ανέβηκε στο κρεβάτι και συνευρέθηκε μαζί της. Έπειτα είπε: «Ηρέμησε γυναίκα, στη μήτρα σου κουβαλάς ένα αρσενικό παιδί που θα πάρει εκδίκηση για σένα και θα γίνει βασιλιάς και κυρίαρχος του κόσμου όλου. Έπειτα έφυγε από το δωμάτιο, κρύβοντας όλα τα εξαρτήματα της περιβολής του».
Στη ζωή του Αλέξανδρου η απουσία των γυναικών είναι καταφανής, αν και ο Στόουνμαν συγκέντρωσε κάποιες. Μια από αυτές θέλει τη βασίλισσα Θάληστρη των Αμαζόνων να επισκέπτεται τον Αλέξανδρο όταν εκείνος είχε στρατοπεδεύσει παρά τον ποταμό Τάναϊ (Ντον). «Η βασίλισσα έμεινε κοντά του δεκατρείς ημέρες, τόσες, δηλαδή, όσες να βεβαιωθεί ότι καρποφόρησε η συνεύρεση μαζί του (“συγγενέσθαι τεκνοποιΐας χάριν”)». Έτσι η Θάληστρις είναι η πρώτη από όλες τις Αμαζόνες για την οποία γνωρίζουμε τον πατέρα του παιδιού της (οι Αμαζόνες συνήθως κρατούσαν τους άνδρες περιορισμένους σε ένα νησί όπου τους επισκέπτονταν τακτικά προκειμένου να συνευρεθούν μαζί τους, πρακτική αντίστοιχη με εκείνη των Βραχμάνων, που έτσι εξασφάλιζαν τη διαιώνισή τους.)
Μια πιο άγνωστη ιστορία διασώζεται στον Κώδικα 197 στη Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα καθώς και στον Σιναϊτικό Κώδικα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Η ιστορία αφορά τον Αλέξανδρο και τη Σεμίραμι «Ο Αλέξανδρος επισκέπτεται την πριγκίπισσα Σεμίραμι ως υποψήφιος μνηστήρας. Όλοι οι μνηστήρες απειλούνται με εκτέλεση, εκτός αν απαντήσουν σε μία σειρά από γρίφους, των οποίων συνήθως η απάντηση έχει ηθικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως: “Με τι τρέφονται οι άγγελοι;” – “Με τις καλές πράξεις των ανθρώπων”. “Ποια αμαρτία φέρνει τον άνθρωπο στον Παράδεισο;” -“Αυτή για την οποία μετανοεί”». Ο θρησκευτικός χαρακτήρας αυτών των ερωτήσεων ταιριάζει απόλυτα με την εύρεση του Κώδικα σε ένα μοναστήρι και μάλιστα υποδηλώνει πιθανή συγγραφή από μοναχό. Φαίνεται, πάντως, ότι οι μοναχοί της Μονής Βαρλαάμ είχαν γενικότερο ενδιαφέρον για τη μορφή του Αλεξάνδρου, καθώς ανάμεσα στις τοιχογραφίες της μονής υπάρχει μία πολύ σπάνια απεικόνιση του Αγίου Σισώη που κοιτάζει τα οστά του Αλεξάνδρου.
Εκτός από τις ιστορίες που αφορούν -έστω και μεγεθυμένα- τα κατορθώματα του βίου του υπάρχουν και κάποιες που είναι εντελώς μυθοπλαστικές. Σε μία από αυτές περιγράφεται μια φανταστική επίσκεψη του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ:
«Εδώ οι κάτοικοι της Ιουδαίας ανησυχούν για την άφιξη του στρατού του Αλεξάνδρου… Οι αρχηγοί των Ιουδαίων αποφασίζουν να παραδοθούν με αξιοπρέπεια. «Οι ιερείς ντύθηκαν με τα επίσημα ενδύματά τους και βγήκαν να τον προϋπαντήσουν, μαζί με ένα πλήθος ακολούθων…
«Η εμφάνισή σας είναι θεϊκή. Πείτε μου, ποιό θεό λατρεύετε; Γιατί δεν έχω δει ποτέ ιερείς κανενός θεού να είναι έτσι ντυμένοι», είπε ο Αλέξανδρος. «Λατρεύουμε έναν θεό που έφτιαξε τη γη και τον ουρανό και τα ορατά και τα αόρατα. Κανένας θνητός δεν μπορεί να τον αποκαλύψει», απάντησε ο ιερέας. «Είστε άξιοι ιερείς ενός αληθινού θεού. Πορευθείτε εν ειρήνη. Ο θεός σας θα γίνει και δικός μου και η ειρήνη μου θα σας συντροφεύει. Δεν θα σας αντιμετωπίσω όπως τα άλλα έθνη, γιατί είστε υπηρέτες του αληθινού θεού”», λέει ο Αλέξανδρος. Αυτός πρέπει να είναι ένας από τους πιο γρήγορους προσηλυτισμούς στην ιστορία των θρησκειών…
Οι Αιγύπτιοι από την άλλη, έχουν αναπτύξει έναν μύθο που αφορά στον καταδυτικό κώδωνα του Αλεξάνδρου. «Όταν ιδρύθηκε η πόλη, το λιμάνι ήταν γεμάτο από θαλάσσια τέρατα που έβγαιναν κάθε νύχτα και κατέστρεφαν αυτά που είχαν χτιστεί την ημέρα. Γι αυτό, ο Αλέξανδρος έφτιαξε ένα γυάλινο καταδυτικό κώδωνα και κατέβηκε για να δει τι συνέβαινε. Πήρε μαζί του αρκετούς καλλιτέχνες. Όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια έφτιαξε μπρούντζινα αντίγραφα των τεράτων, όπως τα είχαν απεικονίσει οι καλλιτέχνες. Τα έστησε μπροστά στην προκυμαία και τρόμαξε τα τέρατα, που δεν ξαναενόχλησαν τους τεχνίτες».
Αντιθέτως, στον ιουδαϊκό πολιτισμό υπάρχει μία περιγραφή που απαξιώνει τον Αλέξανδρο, παρουσιάζοντάς τον ως κλέφτη και ολετήρα. «…όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε τα Ιεροσόλυμα, βρήκε τα βιβλία της σοφίας του Σολομώντα. Τα έδωσε στον δάσκαλό του, Αριστοτέλη, ο οποίος τα μετέφρασε στα ελληνικά και στη συνέχεια κατέστρεψε τα πρωτότυπα. Έτσι, όλη η σοφία της Δύσης προέρχεται από τη σοφία του Σολομώντα, την οποία ο Αριστοτέλης παρουσίασε ως ελληνική». Παρόμοιοι μύθοι αναφέρουν τον προσηλυτισμό του Μακεδόνα στη ζωροαστρική θρησκεία καθώς και τις αραβικές μεταφράσεις της ελληνικής επιστήμης που αρχικά ήταν περσική. «Οι ανεκδοτολογικές αυτές εικασίες ανακυκλώνονται έως σήμερα, σε σημείο που όλο το έργο του Αριστοτέλη να θεωρείται κλεμμένο από αφρικανικά χειρόγραφα τα οποία ο Σταγειρίτης ανακάλυψε στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας: αφαίρεσε τα ονόματα των πρωτότυπων συγγραφέων και τα αντικατέστησε με το δικό του».
Ενδιαφέρον επίσης έχει να παρατηρήσει κανείς πως ο μύθος μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται σύμφωνα με τα κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά δεδομένα της κάθε εποχής. Για παράδειγμα, οι συγγραφείς της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επέδειξαν μικρό μόνο ενδιαφέρον για τους θρύλους του κατακτητή, αλλά χρησιμοποίησαν τον ιστορικό Αλέξανδρο ως «εργαλείο» σκέψης και ως παράδειγμα τρυφηλότητας, αλαζονείας, καταχρήσεων και τυραννίας.
«Καθώς όμως η εποχή της αρχαιότητας τελείωνε, αυτή η αρνητική άποψη ξεθώριασε και ο Αλέξανδρος έγινε σύμβολο της «ειδωλολατρικής αναβίωσης» του 4ου αιώνα.
Με το τέλος του Μεσαίωνα, η μορφή του Αλεξάνδρου χάνει την κεντρική της θέση. «Οι λόγοι μπορούν να εντοπιστούν εν μέρει στην κοινωνική ανάπτυξη και εν μέρει στην αύξηση της γνώσης», λέει ο Στόουνμαν. «Κυρίως, όμως, στην άνοδο της αστικής τάξης και στο ξεθώριασμα των ιπποτικών ιδανικών. Στενά συνδεδεμένος με την ιπποτική παράδοση, ο Αλέξανδρος, αυτός ο θεοφοβούμενος ιππότης σταυροφόρος, έμοιαζε να ταιριάζει όλο και λιγότερο στη νέα τάξη πραγμάτων. Τα Μυθιστορήματα, επίσης, γραμμένα συνήθως σε καλαίσθητα ακριβά εικονογραφημένα χειρόγραφα, προορίζονταν για το αριστοκρατικό κοινό και ήταν δύσκολο να φτάσουν στους μέσους αναγνώστες. Όμως, στη νέα κοινωνία που διαμορφώθηκε δεν υπήρχαν αρκετοί αριστοκράτες για να συντηρήσουν μία εκδοτική παραγωγή, οπότε οι τυπογράφοι παρήγαγαν αυτό που αγόραζαν τα μεσαία κοινωνικά στρώματα».
Πηγή: Ελευθεροτυπία