Στους πρώτους τουλάχιστον μήνες της Μεταπολίτευσης, το ενδεχόμενο στρατιωτικού πραξικοπήματος θεωρούνταν κάτι παραπάνω από σοβαρό και τα στελέχη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας φρόντιζαν να παίρνουν στοιχειώδη μέτρα αυτοπροστασίας.
«Η κυβέρνηση δεν είχε θέσει ακόμη κάτω από τον έλεγχο της το στρατό», διαβάζουμε στις αναμνήσεις του Γεωργίου Ράλλη. «Υπήρξαν πολλές πληροφορίες για απόπειρα συλλήψεως του Καραμανλή. Μερικά βράδια ο Καραμανλής δεν κοιμόταν στη ‘Μεγάλη Βρετανία’, ενώ κάποιο βράδυ κοιμήθηκε στο πλοίο ενός φίλου του για να μην τον συλλάβουν» («Πολιτικές εκμυστηρεύσεις», Αθήνα 1990, σ.177). «Φήμαι και πληροφορίαι περί επικείμενων δυναμικών ενεργειών ή και γενικωτέρου πραξικοπήματος ωργίαζον», συμπληρώνει ο τότε ΥΠΕΘΑ, Ευάγγελος Αβέρωφ. «Η κατάστασις αυτή συνεχίστηκε επί αρκετόν καιρόν κάθε τόσο με πολλήν ένταση και ενίοτε με συγκεκριμένους κινδύνους» («Πρακτικά Βουλής» 28.2.75, σ.1070).
«Κατά μια πληροφορία», σημειώνει στα απομνημονεύματά του ο τότε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αγγελος Βλάχος, «το σχέδιο αφορούσε σύλληψη και απαγωγή του Καραμανλή […] Αλλη πληροφορία ανέφερε ότι μερικές ομάδες αξιωματικών θα δημιουργούσαν αιματηρά επεισόδια και, με την πρόφαση επιβολής της τάξεως, θα έφερναν τεθωρακισμένα στην πρωτεύουσα για να επιβάλουν τους όρους τους». Πηγή ιδιαίτερης ανησυχίας αποτελούσαν οι μονάδες καταδρομών, «που εθεωρούντο άκρως χουντικές». Για την αντιμετώπισή τους, «στα ανοιχτά του Μεγάλου Πεύκου είχε αράξει ένα αντιτορπιλλικό», που δεν έφυγε από εκεί παρά μόνο μετά τις εκλογές («Αποφοίτηση 1974», Αθήνα 2001, σ.132-4).
Στελεχωμένο (και) από δεξιούς αξιωματικούς διωγμένους από τη χούντα, το πολεμικό ναυτικό θεωρούνταν «στήριγμα της δημοκρατίας» απέναντι στο στρατό ξηράς. «Οι κυβερνήτες και άλλοι αξιωματικοί διανυκτερεύαμε ένδον στα πλοία και στις υπηρεσίες», αναφέρει στα δικά του απομνημονεύματα ο τότε αντιπλοίαρχος Χρήστος Λυμπέρης. «Υπήρχαν αγήματα σε άμεση ετοιμότητα αντίδρασης. Τα αντιτορπιλλικά και οι πυραυλάκατοι ήταν αραιωμένα εκτός ναυστάθμου, ενώ είχε εξασφαλιστεί η μεταξύ μας επικοινωνία».
Ο ίδιος μας πληροφορεί για την αντισυμβατική χρήση που επιφυλάχθηκε στο παραδοσιακό φακέλωμα των στρατευμένων: «Ενα πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε όλοι οι επανελθόντες κυβερνήτες ήταν με ποιούς θα συγκροτήσουμε τα αγήματα ασφάλειας του πλοίου εναντίον ενεργειών ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ανοίξαμε τους φακέλους αναφορών ασφάλειας των πλοίων και εντοπίσαμε ποιούς ναύτες και στελέχη φακέλωνε το προηγούμενο καθεστώς. Δεν ήταν λίγοι αυτοί. Ε, αυτούς επιλέξαμε, δηλαδή κομμουνιστές, αριστερούς και αντιδικτατορικούς δεξιούς και είχαμε ήσυχο το κεφάλι μας» («Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες», Αθήνα 1999, σ.72).
Για τον αντίκτυπο αυτών των αλλαγών στις υπηρεσίες ασφαλείας, αποκαλυπτικές είναι οι αναμνήσεις ενός αξιωματικού της ΥΠΕΑ: «Ο αντισυνταγματάρχης της ΚΥΠ Αναστασιάδης εμπιστευτικά μου λέγει πως δυο χιλιάδες αντάρτες πόλεων, εκπαιδευμένοι σε λιβυκά και τσεχοσλοβακικά έμπεδα, εισήλθαν προς στήριξη του Καραμανλή, γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη σε στρατό και σώματα ασφαλείας. Περιγράφει τον 28χρόνο θεσσαλονικέα αρχηγό, ικανό σε φόνο από τριάντα μέτρα τρέχοντος ατόμου […]. Προφταίνω να τον ρωτήσω εάν η ΚΥΠ γνωρίζει την ταυτότητα όλων αυτών και παίρνω καταφατική απάντηση, ενώ ασμένως φεύγει με ματιές γύρω του, μήπως τρίτος ακούει ή παρακολουθεί» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ.128).
Ο ίδιος δε ο Καραμανλής έχει περιγράψει πώς απείλησε με λαϊκή κινητοποίηση για να αναγκάσει τη στρατιωτική ηγεσία να συγκρατήσει τους υφισταμένους της: «Το πρωί της 11ης Αυγούστου [1974] επληροφορούμην ότι δυνάμεις ελεγχόμεναι από τον Ιωαννίδην επρόκειτο το βράδυ της ιδίας ημέρας να επιχειρήσουν πραξικόπημα. […] Είπον εις τους αρχηγούς των Επιτελείων ότι είναι ζήτημα αξιοπρεπείας και δι’ εμέ και δι’ αυτούς να εξουδετερώσουν εντός της ημέρας τα καρκινώματα αυτά ή άλλως να παραιτηθούν. Τους έταξα προθεσμίαν έως τας 2 μμ δια να μου είπουν εάν αναλαμβάνουν ή όχι την ευθύνην αυτήν και τους εδήλωσα ότι εάν δεν συνεμορφώνοντο θα ήμην υποχρεωμένος ή να παραιτηθώ ή να καλέσω εντός της ημέρας τον λαόν εις την Πλατείαν Συντάγματος και να ζητήσω από αυτόν να κάμει αυτό που εκείνοι θα ηρνούντο ή δεν θα ηδύναντο να μου εξασφαλίσουν –δηλαδή να εξουδετερώσει τους συνομωτούντας κατά της Κυβερνήσεως και του λαού» («Αρχείο Καραμανλή», τ.8ος, σ.68). Τελικά οι απειλές έπιασαν τόπο και οι ύποπτες μονάδες μεταφέρθηκαν αυθημερόν εκτός Αθήνας.
Το πραξικόπημα της πυτζάμας
Η «αυτορρύθμιση» του σώματος των αξιωματικών, με τη «μετάλλαξη» των μικρομεσαίων χουντικών σε «νομιμόφρονες», ήταν η μέθοδος που χρησιμοποίησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ για τον έλεγχο του στρατού. Τη διαδικασία αυτή περιέγραψε αναλυτικά ο Αβέρωφ κατά την ενημέρωση της Βουλής για το «πραξικόπημα της πυτζάμας», το Φλεβάρη του 1975:
«Το περίφημο πρόβλημα της λεγομένης αποχουντοποιήσεως, ως προς ό,τι αφορά τους πολυαρίθμους νεωτέρους αξιωματικούς, δεν μπορεί να είναι ποσοτικόν. Είναι και πρέπει να είναι ποιοτικόν. Πρέπει να πείσουμε όλους αυτούς τους καλοπίστους φλογερούς νέους αξιωματικούς ότι από εκεί ήταν η εγωπάθεια και αι πομφόλυγες, η πατριδοκαπηλεία και τελικά η εθνική ταπείνωσις, και ότι απ’ εδώ είναι η αλήθεια, η φιλελευθέρα παράδοσις, το φως το ελληνικόν. […] Προσωπικώς έχω εξηγήσει τα δεδομένα της χθές και της σήμερον εις σαφώς περισσοτέρους των 10 χιλιάδων αξιωματικών, μαθητών Σχολών και Ανθυπασπιστών» («Πρακτικά Βουλής» 28.2.75, σ.1041).
Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, κατά τον Αβέρωφ, ήταν οι «ελάχιστοι» επίδοξοι πραξικοπηματίες (τα «σταγονίδια») «να συναντούν παντού άρνησιν, έτσι ώστε μερικοί να μας πληροφορούν περί των υπόπτων κινήσεων». Χάρη σ’ αυτή την εσωτερική πληροφόρηση εξαρθρώθηκε στις 24 Φλεβάρη 1975 το «πραξικόπημα της πυτζάμας», με 37 προληπτικές συλλήψεις και την αποστρατεία άλλων 150 αξιωματικών.
Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, το «κίνημα» του 1975 δεν ήταν παρά «ανόητες κινήσεις ελαχίστων αμετανοήτων, συνδεομένων με τους πρωτεργάτας της δικτατορίας» (τον Ιωαννίδη), που δεν πρόλαβαν να βγάλουν τα τανκς. Η κυβέρνηση επέλεξε να τους χτυπήσει τη στιγμή «κατά την οποίαν αφ’ ενός θα ημπορούσαν να υπάρξουν μαρτυρικές καταθέσεις περί αρχής προετοιμασίας προς στάσιν», προτού όμως «λάβει χώραν η παραμικρά στασιαστική ενέργεια».
Καλού κακού, πάντως, ο Αβέρωφ θεώρησε χρήσιμο να ανακοινώσει στη Βουλή το τέλος της «κάθαρσης» των υπολειμμάτων της δικτατορίας: «πλην εκδηλώσεων απειθαρχίας, αι οποίαι θα πατάσσωνται αμέσως και αμειλίκτως», ξεκαθάρισε, «δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα» για τα πεπραγμένα των στρατιωτικών επί χούντας. «Οι Αξιωματικοί οι οποίοι είχον καλοπίστως παρασυρθεί από μία συστηματική προπαγάνδα, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων Αξιωματικών, δικαιούται να ησυχάσει οριστικώς» (όπ.π., σ.1072).
Η κίνηση αποκαλύφθηκε στις 24 Φεβρουαρίου πριν την ενεργοποίησή της και διατάχθηκε η σύλληψη 37 αξιωματικών. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ αποκάλεσε την κίνηση «πραξικόπημα της πιζάμας» επειδή οι περισσότεροι από τους κινηματίες συνελήφθησαν την ώρα του ύπνου.
Βασιλικές συνωμοσίες
Το «πραξικόπημα της πυτζάμας» ήταν η τελευταία φορά που η ύπαρξη συνωμοτών στο στρατό έγινε παραδεκτή από επίσημα χείλη. Ομως οι κυβερνώντες δεν έπαψαν ν’ ασχολούνται με τέτοιες κινήσεις.
Από το δημοσιευμένο «Αρχείο Καραμανλή» γνωρίζουμε π.χ. ότι το φθινόπωρο του 1975 ο υπασπιστής του έκπτωτου βασιλιά, απόστρατος συνταγματάρχης Γ. Αρναούτης, βολιδοσκοπούσε αξιωματικούς του ναυτικού για συμμετοχή σε πραξικόπημα με σκοπό την επάνοδο του Κωνσταντίνου, την ανάσχεση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την αμνήστευση των καταδικασμένων χουντικών. Κεντρικό ρόλο στην αποκάλυψη των ζυμώσεων έπαιξε ο πλοίαρχος Π. Παναγιωταρέας, που με κυβερνητική εντολή ταξίδεψε στο Λονδίνο για να συναντηθεί με τον τέως (13.10.75) και τον Αρναούτη (16.1175). Το Γενάρη του 1976 ο Καραμανλής διαβίβασε στον Γκλίξμπουργκ, μέσω του αυλάρχη του Λεωνίδα Παπάγου, ότι οι κινήσεις του είχαν γίνει γνωστές και του ζήτησε «να πάψει να συνωμοτεί».
Τον Οκτώβριο του 1976, ανάλογες ζυμώσεις φιλοβασιλικών στρατιωτικών γνωστοποιήθηκαν στην κυβέρνηση Καραμανλή από τη βρετανική κυβέρνηση και την αμερικανική πρεσβεία (με την οποία οι συνωμότες είχαν, προφανώς, έρθει σε επαφή). Την «προειδοποίηση» τού τέως ανέλαβε αυτή τη φορά ο Ράλλης. Αποτελεσματικότερη φαίνεται όμως πως υπήρξε η παρέμβαση του άγγλου πρωθυπουργού Τζέιμς Κάλαχαν, που στις 18.11.76 κάλεσε τον Κωνσταντίνο και «του διαμήνυσε να μην αναμιγνύεται σε παρόμοιες δραστηριότητες όσο βρισκόταν επί βρετανικού εδάφους» (τ.9ος, σ.123-6).
Το δημοσιευμένο ημερολόγιο του Παπάγου επιβεβαιώνει αυτές τις συναντήσεις, αρνούμενο φυσικά την εμπλοκή του Κωνσταντίνου κι αποδίδοντας τα πάντα σε «πλεκτάνη agent provocateur» (σ.589). Αποκαλυπτική είναι ωστόσο η εκτίμησή του -το Γενάρη του 1975- ότι «η δημοκρατία δεν θα λειτουργήσει» στην Ελλάδα «γιατί ο ισχυρότερος παράγων της πολιτικής μας ζωής είναι ακόμη ο στρατός» (σ.572).
Το πιο ενδιαφέρον σημείο αφορά ωστόσο μια συζήτηση του Παπάγου με τον Αβέρωφ (9.5.75). Ο υπουργός Άμυνας, διαβάζουμε, «θεωρεί πάντα ότι ο Καραμανλής είναι ο μόνος κατάλληλος για τις σημερινές περιστάσεις. Αν αυτός εκλείψει, θα υπάρξουν εξελίξεις που ίσως επηρεάσουν και τη θέση του Βασιλέως. Μπορεί κάτι να γίνει στο στρατό, αλλά και στο πολιτικό προσκήνιο θα υπάρξουν μεταβολές, διότι πολλοί θα εκδηλωθούν υπέρ του Βασιλέως» (σ.581-2). Μπορούμε να μιλάμε για συμβουλή –δεδομένου μάλιστα ότι στην ίδια συζήτηση ο Αβέρωφ εμφανίζεται θυμωμένος με τον Καραμανλή, που τον είχε προσβάλει δημόσια μπροστά στους Μολυβιάτη και Μπίτσιο; Τουλάχιστον ο αυλάρχης κάπως έτσι αντιλήφθηκε τα πράγματα…
Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες δεν το έβαλαν άλλωστε κάτω. Σύμφωνα με το Αρχείο Καραμανλή, «φάνηκαν να κινούνται και πάλι στα τέλη του 1978. Και τότε, όμως, η αδυναμία τους να εξασφαλίσουν διεθνή υποστήριξη και -πάνω απ’ όλα- υποστήριξη από τις Ενοπλες Δυνάμεις, υπήρξε καθοριστική για την αποτυχία των σχεδίων τους» (τ.9ος, σ.126).
Ολη αυτή η κινητικότητα ελάχιστα θα γίνει αντιληπτή προς τα έξω, παρόλο που ο φόβος ενός πραξικοπήματος απασχολούσε κατά καιρούς τα αθηναϊκά ΜΜΕ. Τον Απρίλιο του 1980, «πληροφορίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον αξιόπιστες» οδήγησαν π.χ. στη λήψη αυξημένων μέτρων ασφαλείας («Ταχυδρόμος» 24.4.80). Μετά το 1976, σοβαρότερες ανησυχίες προκαλούν ωστόσο τα επίσημα ψυχροπολεμικά σχέδια δράσης των ενόπλων δυνάμεων («Ε», «Ίρις», «Θάλεια» κλπ), με τα οποία ο στρατός αναλαμβάνει σε περίπτωση «κρίσης» την καταστολή του «εσωτερικού εχθρού».
ΠΗΓΗ : www.wikipedia.org , www.enet.gr