Η ιστορία έχει καταγράψει στις σελίδες της αμέτρητες τολμηρές πράξεις αιφνιδιασμού και δολιοφθοράς. Κατορθώματα που αν μη τι άλλο θαυμάζονται για το απρόοπτο και το αίσιο του αποτελέσματός τους, με την εναλλαγή των γενεών και των πολιτικών καταστάσεων, περνάνε στο περιθώριο. Τελικά περιορίζονται σε λίγες παραγράφους κάποιων παλιών βιβλίων.
Ένα τέτοιο γεγονός, σημάδεψε τα ναυτικά χρονικά της αρχαιότητας και χαρακτηρίστηκε σαν μοναδικό: μέσα σε λίγες ώρες, ξημερώματα, κάπου στα 387 π.Χ. οι Σπαρτιάτες μπήκαν μέσα στο λιμάνι του Πειραιά, αχρήστευσαν πολλά πολεμικά αθηναϊκά πλοία, άρπαξαν άλλα εμπορικά μαζί με το πλήρωμά τους, απήγαγαν εμπόρους, ναυκλήρους κι έφυγαν ανενόχλητοι! Φαίνεται πως οι Αθηναίοι θα έκαναν αρκετό καιρό για να ξεπεράσουν τη ντροπή τους από το πάθημα.. και δεν ξέρουμε ποιοί λογοδότησαν για την αμέλειά τους.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού (431 – 404 π.Χ.).Η συρρικνωμένη και λαβωμένη πάλαι ποτέ αθηναϊκή ηγεμονία μπόρεσε με το κίνημα του Θρασύβουλου, που κατείχε το λόφο της Μουνιχίας (Καστέλλα) να διώξει τους τριάκοντα τυράννους από το Άστυ και τους εν Πειραιεί δέκα και να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία στα 403 π.Χ. Η πειραϊκή οικονομία είχε μαραζώσει. Η πόλη ήταν γεμάτη άνεργους αγρότες, ναυτικούς κι εμπόρους. Οι συναλλαγές με τα ξένα λιμάνια είχαν μειωθεί, τα πράγματα ήταν δύσκολα αλλά η ζωή του μικτού εκείνου πληθυσμού που ζούσε σε αυτήν κυλούσε κανονικά.
Ώσπου στα 393 π.Χ. έφτασε ο Κόνων με άφθονα χρήματα, έχοντας καταστρέψει το στόλο των Λακεδαιμονίων στην Κνίδο, αφού προηγουμένως τα «βρήκε» με τους Πέρσες. Άρχισε η ανοικοδόμηση των τειχών, χτίστηκαν καινούργιοι ναοί και δημόσια καταστήματα, επισκευάστηκαν οι λιμενικές εγκαταστάσεις.
Οι Σπαρτιάτες φυσικά δεν έπαψαν να παρενοχλούν – όποτε έβρισκαν ευκαιρία – τους Αθηναίους στη θάλασσα με τη μορφή πειρατικών επιθέσεων. Η μόνιμη αντιζηλία των Αθηναίων με την Αίγινα, που την αποκαλούσαν «η του Πειραιώς λήμη», δηλαδή τσίμπλα στο μάτι του Πειραιά, έκαναν το γειτονικό μας νησί σταθερό σύμμαχο της Σπάρτης. Από εκεί ορμώμενοι οι Σπαρτιάτες κι άλλοι σύμμαχοί τους εχθροί των Αθηναίων και μισθοφόροι, είχαν αποκλείσει τα νερά του Σαρωνικού, εμποδίζοντας τη ναυσιπλοΐα.
Στα 387 π.Χ. αρχηγός του σπαρτιατικού στόλου στην Αίγινα ήταν ο Γοργώπας. Είχε φτάσει από την Έφεσο με δώδεκα πλοία, ένα απομεσήμερο κι αφού αποβιβάστηκε με τους στρατιώτες του, τους έβαλε να δειπνήσουν.
Το ίδιο διάστημα ο Αθηναίος Εύνομος, ξεκίνησε με το στόλο του, καθυστερώντας κάπως, με πορεία προς τον Πειραιά. Σα νύχτωσε, άναψε τα φανάρια του πλοίου του, όπως συνηθιζόταν κι οδηγούσε μπροστά, για να μη παραπλανηθούν και μπερδευτούν τα επόμενα που ακολουθούσαν.
Ο Γοργώπας επιβίβασε τους άνδρες του σε ακτή της Αττικής και παρακολουθούσε τους Αθηναίους σε απόσταση για να μη φαίνονται, έχοντας για σημάδι τον αναμμένο τους λαμπτήρα. Οι κελευστές του, αντί να χρησιμοποιούν τη βροντερή φωνή τους δίνοντας τα συνθήματα για το ρυθμό της κωπηλασίας, για να μην ακούγονται πολύ κτυπούσαν πέτρες κι έβγαζαν άναρθρους ήχους, ενώ τα κουπιά γλιστρούσαν αθόρυβα στα νερά.
Στο ύψος του Ζωστήρα (Βουλιαγμένη) ο Εύνομος πλησίασε στην ξηρά κι άρχισε τις διαδικασίες αποβίβασης. Τότε, με το φως της σελήνης, επιτέθηκε ο Γοργώπας. Αιχμαλωτίστηκαν τέσσαρα αθηναϊκά πλοία, τα υπόλοιπα βρήκαν καταφύγιο στο λιμάνι του Πειραιά. Για αντίποινα ο Ευαγόρας με 800 πελταστές και δέκα τριήρεις κατευθύνθηκε στην Αίγινα κι όταν ήλθαν ενισχύσεις, οπλίτες με αρχηγό το Δημαίνετο, έστησε ενέδρα και σκότωσε πολλούς αντίπαλους – μεταξύ των οποίων και τον Γοργώπα.
Η θάλασσα ήταν πάλι ανοιχτή σα σε καιρό ειρήνης για τους Αθηναίους.Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αυτή τη φορά τον Τελευτία που μάζεψε τους στρατιώτες και τους έδωσε θάρρος με υποσχέσεις για γρήγορη εξασφάλιση των αναγκαίων τροφίμων και χρημάτων. Τους άφησε να φάνε, ό,τι κι όπως θέλουν, να προμηθευτούν όμως τρόφιμα μιας ημέρας κι αμέσως να πάνε στα πλοία για να αποπλεύσουν στην ώρα τους. Έτσι κι έγινε!
Έφυγαν μέσα στη νύχτα κι έπλεαν αργά προς τον Πειραιά, άλλοτε ξεκουράζοντάς τους και παραγγέλλοντας τους να κοιμούνται, άλλοτε προσκομίζοντάς τους στα κουπιά.
-Εάν κάποιος μας διακόψει λέγοντας, σημειώνει ο Ξενοφών στα Ελληνικά του, βιβλίο V, κεφάλαιο 1, παράγραφος 19, ότι ήταν τρέλα να προχωρά ο Τελευτίας με δώδεκα τριήρεις εναντίον των Αθηναίων που είχαν σαφώς περισσότερα πλοία, ας καταλάβει το συλλογισμό του: σκέφτηκε δηλαδή ότι μετά το θάνατο του Γοργώπα θα είχαν αμελήσει κάπως τη φύλαξη του λιμανιού τους, κι αν ήταν δυνατόν να υπάρχουν αγκυροβολημένες τριήρεις ήταν πιο εύκολο να επιτεθεί εκεί σε είκοσι αθηναϊκά πλοία, παρά εναντίον δέκα κάπου αλλού.
Ήξερε βέβαια, πως σε όποια καράβια ήταν σταματημένα έξω από το λιμάνι, οι ναύτες θα παρέμεναν οπωσδήποτε μέσα σε αυτά, σε εκείνα όμως που βρίσκονταν μέσα, οι μεν τριήραρχοι θα πήγαιναν στα σπίτια τους, οι δε ναύτες θα κατέλυαν από ’δω κι από ’κει, στα ποτοπωλεία και στους οίκους ανοχής.
Στάθηκε πέντε με έξι στάδια (κανένα χιλιόμετρο) μπροστά από το λιμάνι του Πειραιά κι έκανε απόλυτη ησυχία. Μόλις χάραξε, ξεκίνησε σταθερά κι οι άλλοι τον ακολούθησαν. Τους είχε διατάξει να μη βυθίσουν κανένα από τα στρογγύλα πλοία (φορτηγά), ούτε να καταστρέψουν οποιοδήποτε άλλο. Αν έβλεπαν κάποια αγκυροβολημένη τριήρη, αυτή να προσπαθήσουν να αχρηστέψουν για να μην πλέει.
Η δολιοφθορά έγινε σύμφωνα με το σχέδιο: όσα εμπορικά έβρισκαν, ακόμα και γεμάτα τα έδεναν με σκοινιά και τα τράβαγαν έξω από το λιμάνι.
Στα πιο μεγάλα, όπου μπορούσαν ανέβαιναν κι έπιαναν αιχμαλώτους. Υπήρξαν μερικοί, πιο ξεθαρρεμένοι που πήδηξαν στην προκυμαία, στο Δείγμα (εκθέτανε τα εισαγόμενα από το εξωτερικό προϊόντα) κι αρπάζοντας κάμποσους περαστικούς, έμπορους και ναύκληρους τους μετέφεραν στα πλοία τους.
Ενώ συνέβαιναν τα παραπάνω, όσοι από τους Πειραιώτες το πήραν είδηση έβγαιναν από τα σπίτια τους απορώντας τι ήταν αυτή η φασαρία. Όσοι ήταν ήδη στους δρόμους, άλλοι έτρεχαν προς τα πλοία, άλλοι προς την Αθήνα για να το αναγγείλουν. Τότε οι Αθηναίοι έσπευσαν για βοήθεια με οπλίτες και ιππείς, νομίζοντας ότι είχε κυριευθεί ο Πειραιάς.
Ήταν πλέον αργά. Κατεβαίνοντας στο λιμάνι, δεν είχαν παρά να σταθούν δίπλα στους ταραγμένους Πειραιώτες και να μετρούν απογοητευμένοι τις απώλειες.
Ο Τελευτίας έστειλε τα κουρσεμένα πλοία στην Αίγινα με τη συνοδεία τριών – τεσσάρων τριηρών. Με τις υπόλοιπες, δρώντας έξυπνα έκανε τον περίπλου της Αττικής. Καθώς φαινόταν να έρχεται από τον Πειραιά, δεν κίνησε τις υποψίες του κόσμου, έτσι συνέλαβε χωρίς αντίσταση πολλά αλιευτικά σκάφη και άλλα γεμάτα ανθρώπους (πορθμεία) που έρχονταν από τα νησιά.Φτάνοντας στο Σούνιο έπιασε και ολκάδες (φορτηγά ιστιοφόρα), άλλες γεμάτες με στάρι κι άλλες με εμπορεύματα.
Ύστερα επέστρεψε στην Αίγινα. Αφού πούλησε τα λάφυρα έδωσε προκαταβολικά στους στρατιώτες το μισθό ενός μηνός. Συνεχίζοντας να κάνει το ίδιο, είχε διπλό όφελος. Συντηρούσε και τα πλοία και τα πληρώματα, αλλά και τους στρατιώτες του είχε να τον υπηρετούν «ηδέως και ταχέως»!
Δημήτρης Κρασονικολάκης.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ: Το αρχαίο κείμενο. ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, βιβλίο 5, κεφ. 1, παράγραφοι 19 έως και 24.
[19] ἐπειδὴ δὲ ἦλθον, ἐμβιβασάμενος αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς ἔπλει τῆς νυκτὸς εἰς τὸν λιμένα τῶν Ἀθηναίων, τοτὲ μὲν ἀναπαύων καὶ παραγγέλλων ἀποκοιμᾶσθαι, τοτὲ δὲ κώπαις προσκομιζόμενος. εἰ δέ τις ὑπολαμβάνει ὡς ἀφρόνως ἔπλει δώδεκα τριήρεις ἔχων ἐπὶ πολλὰς ναῦς κεκτημένους, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ.
[20] ἐκεῖνος γὰρ ἐνόμισεν ἀμελέστερον μὲν ἔχειν τοὺς Ἀθηναίους περὶ τὸ ἐν τῷ λιμένι ναυτικὸν Γοργώπα ἀπολωλότος: εἰ δὲ καὶ εἶεν τριήρεις ὁρμοῦσαι, ἀσφαλέστερον ἡγήσατο ἐπ’ εἴκοσι ναῦς Ἀθήνησιν οὔσας πλεῦσαι ἢ ἄλλοθι δέκα. τῶν μὲν γὰρ ἔξω ᾔδει ὅτι κατὰ ναῦν ἔμελλον οἱ ναῦται σκηνήσειν, τῶν δὲ Ἀθήνησιν ἐγίγνωσκεν ὅτι οἱ μὲν τριήραρχοι οἴκοι καθευδήσοιεν, οἱ δὲ ναῦται ἄλλος ἄλλῃ σκηνήσοιεν.
[21] ἔπλει μὲν δὴ ταῦτα διανοηθείς: ἐπειδὴ δὲ ἀπεῖχε πέντε ἢ ἓξ στάδια τοῦ λιμένος, ἡσυχίαν εἶχε καὶ ἀνέπαυεν. ὡς δὲ ἡμέρα ὑπέφαινεν, ἡγεῖτο: οἱ δὲ ἐπηκολούθουν. καὶ καταδύειν μὲν οὐδὲν εἴα στρογγύλον πλοῖον οὐδὲ λυμαίνεσθαι ταῖς ἑαυτῶν ναυσίν:
εἰ δέ που τριήρη ἴδοιεν ὁρμοῦσαν, ταύτην πειρᾶσθαι ἄπλουν ποιεῖν, τὰ δὲ φορτηγικὰ πλοῖα καὶ γέμοντα ἀναδουμένους ἄγειν ἔξω, ἐκ δὲ τῶν μειζόνων ἐμβαίνοντας ὅπου δύναιντο τοὺς ἀνθρώπους λαμβάνειν. ἦσαν δέ τινες οἳ καὶ ἐκπηδήσαντες εἰς τὸ Δεῖγμα ἐμπόρους τέ τινας καὶ ναυκλήρους συναρπάσαντες εἰς τὰς ναῦς εἰσήνεγκαν.
[22] ὁ μὲν δὴ ταῦτα ἐπεποιήκει. τῶν δὲ Ἀθηναίων οἱ μὲν αἰσθόμενοι ἔνδοθεν ἔθεον ἔξω, σκεψόμενοι τίς ἡ κραυγή, οἱ δὲ ἔξωθεν οἴκαδε ἐπὶ τὰ ὅπλα, οἱ δὲ καὶ εἰς ἄστυ ἀγγελοῦντες. πάντες δ’ Ἀθηναῖοι τότε ἐβοήθησαν καὶ ὁπλῖται καὶ ἱππεῖς, ὡς τοῦ Πειραιῶς ἑαλωκότος.
[23] ὁ δὲ τὰ μὲν πλοῖα ἀπέστειλεν εἰς Αἴγιναν, καὶ τῶν τριήρων τρεῖς ἢ τέτταρας συναπαγαγεῖν ἐκέλευσε, ταῖς δὲ ἄλλαις παραπλέων παρὰ τὴν Ἀττικήν, ἅτε ἐκ τοῦ λιμένος πλέων, πολλὰ καὶ ἁλιευτικὰ ἔλαβε καὶ πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων. ἐπὶ δὲ Σούνιον ἐλθὼν καὶ ὁλκάδας γεμούσας τὰς μέν τινας σίτου, τὰς δὲ καὶ ἐμπολῆς, ἔλαβε.
[24] ταῦτα δὲ ποιήσας ἀπέπλευσεν εἰς Αἴγιναν. καὶ ἀποδόμενος τὰ λάφυρα μηνὸς μισθὸν προέδωκε τοῖς στρατιώταις. καὶ τὸ λοιπὸν δὲ περιπλέων ἐλάμβανεν ὅ τι ἐδύνατο. καὶ ταῦτα ποιῶν πλήρεις τε τὰς ναῦς ἔτρεφε καὶ τοὺς στρατιώτας εἶχεν ἡδέως καὶ ταχέως ὑπηρετοῦντας.
ΠΗΓΗ https://theancientwebgreece.wordpress.com/