Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β΄
Έτος 1947. Ήταν Τρίτη και ήταν Πρωταπριλιά. Τα εθνικά γεγονότα ήταν κρίσιμα, καθώς ο ανταρτοπόλεμος ήταν σε έξαρση και μόλις πριν λίγες μέρες είχε διατυπωθεί στην Ουάσιγκτον το περίφημο «Δόγμα Τρούμαν», αλλά μια χαλάρωση και κλίμα αναθάρρησης είχε προσφέρει η ανάληψη καθηκόντων από τον στρατιωτικό διοικητή Δωδεκανήσου ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη, που το περασμένο Σαββατοκύριακο είχε εγκατασταθεί στη Ρόδο. Ο ναύαρχος Ιωαννίδης ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας, ως χήρος της πριγκίπισσας Μαρίας, και ο Σπύρος Μελάς, που είχε παραστεί στην επίσημη τελετή της Ρόδου, μόλις γύρισε στην Αθήνα επεσήμανε κάποιες προληπτικές ενδείξεις και τις ανέφερε στο τακτικό χρονογράφημά του, που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Δύο οιωνοί».
Αλλά και ο Σπύρος Μαρκεζίνης στο περιθώριο της ιστορίας του για τη νεώτερη Ελλάδα κάνει μνεία για την «προφητεία» ενός φημισμένου τότε μέντιουμ του Κολωνακίου, που πριν από την επάνοδο του βασιλέως Γεωργίου Β’ τον Σεπτέμβριο 1946 είχε προβλέψει ότι μέσα σε έξι μήνες θα πεθάνει. Για την ακρίβεια πέθανε σε έξι μήνες και τέσσερις μέρες!
Όπως και αν έχει το πράγμα, όταν το μεσημέρι της μοιραίας εκείνης ημέρας κυκλοφόρησε αστραπιαία η είδηση ότι ο βασιλιάς είχε πεθάνει, όποιος το άκουγε το έπαιρνε σαν ένα κρύο πρωταπριλιάτικο αστείο. Κανείς δεν το πίστευε μέχρι να του το επιβεβαιώσουν ξανά και ξανά, ώσπου το θλιβερό νέο ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο και άρχισαν να κυκλοφορούν έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων, ενώ οι σημαίες των δημοσίων κτιρίων κατέβαιναν επί των κοντών μεσίστιες.
Την επόμενη μέρα χρειάστηκε να εκδοθεί μια επίσημη ανακοίνωση από το Πολιτικό Γραφείο του Βασιλέως, δίνοντας λεπτομέρειες για τον βασιλικό θάνατο:
«Περί την 1.15 μ.μ. εις το Υπασπιστήριον των Ανακτόρων ευρίσκοντο πλην του υπασπιστού της υπηρεσίας συνταγματάρχου κ. Πάλλη, ο Μέγας Τελετάρχης της Α.Μ. κ. Λεβίδης και ο Ίππαρχος Στρατηγός Μελάς, οι οποίοι και ανέμενον να γίνουν δεκτοί υπό της Α.Μ. του Βασιλέως.
»Η Α.Μ. ο Βασιλεύς Γεώργιος όλως ιδιαιτέρως χθες δεν είχε κατέλθει ενωρίς εκ των ιδιαιτέρων διαμερισμάτων Του. Κατελθών περί την 1.30 μ.μ. εζήτησε να ίδη τον Μέγαν Τελετάρχην μετά του οποίου και συνεζήτησε τρέχοντα υπηρεσιακά ζητήματα. Ανερχόμενος την κλίμακα διά να προγευματίση εσταμάτησεν ως ενίοτε εσυνήθιζε εις το μέσον της κλίμακος διά να αναπαυθή. Συνεχίζων την άνοδον είπεν εις τον κ. Λεβίδην να ανακοινώση εις τον Στρατηγόν Μελάν, (ο οποίος επίσης ανέμενε να γίνη δεκτός παρ’ Αυτού) ότι θα τον εδέχετο το απόγευμα.
»Εισελθών εις την τραπεζαρίαν Του διά να προγευματίση είπεν εις τον θαλαμηπόλον Του ότι είχε πολύ όρεξιν και ότι δεν θα επρογευμάτιζεν. Εζήτησε δε να του φέρουν ένα “κοσωμμέ”. Όταν επανήλθεν ο θαλαμηπόλος εύρεν Αυτόν εξηπλωμένον εις ένα καναπέ αναπνέοντα με δυσκολίαν. Ειδοποιηθέντες παρά του θαλαμηπόλου οι ευρισκόμενοι εις το υπασπιστήριον συνταγματάρχης Πάλλης και στρατηγός Μελάς έσπευσαν αμέσως εις την αίθουσαν όπου ευρίσκετο ο Βασιλεύς και ευρόντες Αυτόν εις την ιδίαν θέσιν μετά μεγίστης δυσκολίας αναπνέοντα, τους οφθαλμούς ημικλείστους και τας χείρας εσταυρωμένας επί του στομάχου Του έλυσαν τον λαιμοδέτην Του και ηλευθέρωσαν το στήθος από τα ενδύματά Του ίνα τον διευκολύνουν εις την αναπνοήν Του. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς έφερε πολιτικήν ενδυμασίαν.
»Αμέσως ο Στρατηγός Μελάς επεκοινώνησε τηλεφωνικώς μετά της οικίας του ιατρού της Αυλής κ. Αναστασοπούλου, όστις όμως απουσίαζεν. Επιβάς αυτοκινήτου μετέβη εις το νοσοκομείον «Ο Ευαγγελισμός», χωρίς όμως και πάλιν να δυνηθή να εύρη ιατρόν.
»Τελικώς αναζητήσας τον ιατρόν κ. Οικονομόπουλον εύρεν αυτόν προγευματίζοντα εις την οικίαν του και μετ’ αυτού μετέβη αμέσως εις τα Ανάκτορα. Αλλά το μοιραίον είχε πλέον επέλθει. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς Γεώργιος είχεν εκπνεύσει. Παρ’ Αυτόν ευρίσκετο η Α.Β.Υ. η Πριγκίπισσα Αικατερίνη.
»Ειδοποιηθείς αμέσως η Α.Β.Υ. ο Διάδοχος Παύλος εις τα Ανάκτορα Ψυχικού, κατήρχετο μετ’ ολίγον μετά της συζύγου του Α.Β.Υ. Πριγκιπίσσης Φρειδερίκης εις τα Ανάκτορα, όπου εύρε τον Βασιλέα αδελφόν του Νεκρόν».
Έτσι περιγράφηκε επίσημα το τέλος του Γεωργίου Β’, ο οποίος σημειωτέον το περασμένο βράδυ είχε παρακολουθήσει, συνοδευόμενος από τον Παύλο, τη Φρειδερίκη και τις άλλες πριγκίπισσες, στον κινηματογράφο «Παλλάς» της οδού Βουκουρεστίου μια αγγλική ταινία. Προηγουμένως, το απόγευμα εκείνο είχε ζητήσει από τον Παναγιώτη Πιπινέλη να του κάνει παρέα για να πιουν μαζί ένα τσάι. Ο Πιπινέλης, που τότε ήταν αρχηγός του Πολιτικού Οίκου του Βασιλέως, περιγράφει για τη συνάντηση εκείνη στο βιβλίο του «Γεώργιος Β’»:
«Από τα δύο μεγάλα ανάκλιντρα εγγύς εις την πυράν, ο Βασιλεύς μοι παρεχώρησε την εσπέραν εκείνην, το κάθισμα επί του οποίου εκάθητο συνήθως ο ίδιος. Είχον ούτω ενώπιόν μου την ήρεμον μαγείαν των δένδρων του βασιλικού κήπου, όπου ήρχιζεν ήδη να βυθίζηται εις τον ύπνον μία από τας απαλοτέρας αττικάς ανοίξεις. Οι πέπλοι της εσπέρας εκυλίοντο ανεπαισθήτως ο εις μετά τον άλλον επάνω εις τον χρυσούν ουρανόν και τα πυκνά φυλλώματα των μεγάλων πεύκων, ενώ ό,τι υπήρχε ζωντανόν εις τον κόσμον των πτηνών και των αρωμάτων επανελάμβανε τα χαρωπά τελευταία τραγούδια. Από παντού ήρχοντο αι χαρωπαί προσκλήσεις διά τον πολύηχον ύπνον της ανοίξεως και εις το κέντρον της ανοίξεως αυτής η βαρεία σκιά του Βασιλέως, ο οποίος έμενεν ακίνητος ως αν ήκουε και αυτός το χαρωπόν εκείνο προσκλητήριον διά τον άλλον, τον αιώνιον ύπνον.
»Δεν ηδυνάμην να έχω κανέν είδος προαισθήματος διά το επικείμενον τέλος. Αλλ’ ο Βασιλεύς εφαίνετο ιδιαιτέρως μελαγχολικός και κουρασμένος. Μου ωμίλησε διά τον πόνον τον οποίον ησθάνετο εις την ωμοπλάτην και διά την εξέτασιν εις την οποίαν τον είχεν υποβάλει ο ιατρός της Αυλής, διά την έλλειψιν κινήσεως και καθαρού αέρος, διά το Τατόι, το οποίον δεν ηδύνατο ακόμη να κατοικήση.
»Προσεπάθησα να φέρω την συνομιλίαν προς άλλας πλέον ενθαρρυντικάς σκέψεις, προς την επίσκεψιν του Μεσολογγίου, άλλων πόλεων της Ελλάδος και προς αυτά τα πολιτικά θέματα διά να διεγείρω έστω και μίαν τεχνητήν ζωηρότητα εις τας σκέψεις του.
»Αλλ’ η συνομιλία κατέπιπτε διαρκώς κουρασμένη, ως ένα πληγωμένο πουλί, ανίσχυρον πλέον διά τον υψηλόν ουρανόν. Αλλ’ ο Βασιλεύς δεν ήθελε να διακόψη την συνομιλίαν. Η ώρα επροχώρει και το βασιλικόν γραφείον είχε σχεδόν βυθισθή εις το σκότος. Εν αίσθημα βαθυτάτης μελαγχολίας με εκράτει ακίνητον, όταν αιφνιδίως ο Βασιλεύς ετινάχθη όρθιος:
»–Είναι αργά, είπε. Και έχω να μεταβώ εις την παράστασιν της αγγλικής ταινίας. Πόσον θα ήθελον να το αποφύγω. Αλλά το υπεσχέθην και είναι τώρα έργα διά να τους ειδοποιήσω!»
Πράγματι, πήγε και παρακολούθησε την ταινία «Ερρίκος Ε’», αλλά δεν αισθανόταν καλά. Στη Φρειδερίκη, που καθόταν δίπλα του, σε μια στιγμή τής εκμυστηρεύτηκε ότι δεν αισθανόταν καλά. Άλλωστε, και την προηγούμενη μέρα, που συνήθως κάθε Κυριακή πήγαινε στο ανάκτορο του Ψυχικού για φαγητό, είχε ειδοποιήσει ότι δεν θα πήγαινε γιατί δεν αισθανόταν καλά.
Από τα πρώτα χρόνια της εξορίας του στο Λονδίνο, ο Γεώργιος Β’ είχε συνδεθεί με μια ωραία ξανθειά Αγγλίδα, την κ. Μπρίτον Τζόουνς. Την είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στις Ινδίες, όπου ήταν προσκεκλημένος του αντιβασιλέως. Τότε εκείνη ήταν σύζυγος ενός Άγγλου αξιωματούχου, τον οποίο αργότερα διαζεύχθηκε. Πριν από την παλινόρθωση του 1935, ο δεσμός είχε εξελιχθεί πολύ σοβαρός και το ζεύγος ήταν καθημερινά μαζί, ενώ συχνά έκαναν συντροφιά με το αντίστοιχο ζεύγος Εδουάρδου-Γουόλις Σίμσον. Αντίθετα από τον Εδουάρδο, που προτίμησε να θυσιάσει τον θρόνο για την αγαπημένη του, ο Γεώργιος Β’ όταν επανήλθε στην Ελλάδα το 1935 απέφυγε να δώσει λαβές. Ωστόσο, υπήρξε τότε μια έντονη φημολογία, που έφθασε και στις στήλες των εφημερίδων, ότι ο Γεώργιος Β’ είχε αποκτήσει ένα παιδί μαζί της, γεγονός που ήταν εντελώς φανταστικό.
Το 1941, μετά τη Μάχη της Κρήτης, ο Γεώργιος Β’ επέλεξε να ζήσει και πάλι στο Λονδίνο. Όπως ήταν επόμενο, ο δεσμός του αναζωπυρώθηκε, αν και στην προηγούμενη περίοδο 1935-41 δεν είχε ατονήσει, καθώς γίνονταν συχνές επισκέψεις του Γεωργίου στο Λονδίνο ή της Αγγλίδας στην Αθήνα και στην Κέρκυρα. Με την επανεγκατάστασή του στο Λονδίνο όμως, το ζεύγος άρχισε πλέον να ζει συνέχεια μαζί, προτιμώντας να κατευθύνεται σε βρετανικές εξοχές για εκδρομές.
Μετά την Απελευθέρωση ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ ήταν σε αναμονή, αλλά είχε πλέον αποφασίσει να κάνει μεγαλύτερα βήματα στη σχέση του με την ξανθιά Αγγλίδα. Αγόρασε στις αρχές του 1946 μια ωραία κατοικία στην αριστοκρατική συνοικία Μπελγκρέβια του Λονδίνου και άρχισαν από κοινού να την επιπλώνουν και να την διακοσμούν, αγοράζοντας πίνακες και άλλα αντικείμενα τέχνης. Ο Γεώργιος είχε αρχίσει να έχει εντονότερες ενοχλήσεις στην υγεία του και προσανατολιζόταν ώστε, αφού δεν είχε άμεσους επιγόνους, να παραιτηθεί αργότερα υπέρ του αδελφού του και ο ίδιος να μείνει μόνιμα στο Λονδίνο.
Τον Σεπτέμβριο 1946, μετά την επιτυχή έκβαση του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ η κ. Μπρίτον Τζόουνς παρέμεινε στο Λονδίνο. Αλληλογραφούσαν τακτικά μεταξύ τους και σε μια επιστολή του, ένα εικοσαήμερο πριν από τον θάνατό του, στις 11 Μαρτίου 1947, παραπονιόταν για τα προβλήματα υγείας που είχε. Της έγραφε μεταξύ άλλων:
«Αυτά τα καταραμένα γηρασμένα νεύρα μου ήρχισαν να θέλουν να με υποτάξουν! Και αυτοί οι ανόητοι πόνοι εις το στήθος, αι σκοτοδίναι και οι πονοκέφαλοι! Απελπισμένος εκάλεσα τον γέρον Αναστασόπουλον, ο οποίος απλώς μου επανέλαβεν ό,τι όλοι οι ιατροί του Λονδίνου μού είχον είπει προηγουμένως. Τίποτε το οργανικόν δεν υπάρχει, μόνον ζήτημα νεύρων εξαντληθέντων από υπερκόπωσιν! Εννοείται ότι η ζωή μου δεν είναι ό,τι χρειάζεται διά να βελτιώσω αυτήν την κατάστασιν. Μόλις και μετά βίας εξέρχομαι. Ακατάστατος δίαιτα και φροντίδες διά να τρελλαθή κανείς!»
Αλλά και την προπαραμονή του θανάτου του, 30 Μαρτίου, της έγραψε και πάλι ένα γράμμα, που όμως δεν ολοκληρώθηκε και βεβαίως δεν στάλθηκε ποτέ. Έγραφε μεταξύ άλλων:
«…Αλλά δεν γνωρίζω πόσα από όλα αυτά θα ημπορέσω να κάμω, διότι αισθάνομαι τόσον τελείως εξηντλημένος! Τας τελευταίας 4 ή 5 ημέρας είχον περισσοτέρους και σφοδροτέρους πόνους, οι οποίοι με εξήντλησαν και με απεθάρρυναν τόσον πολύ. Εκάλεσα τον Αναστασόπουλον χθες. Αρχίζει αύριον ενέσεις. Επανέλαβε την παλαιάν ιστορίαν του ότι δεν πρόκειται περί οιασδήποτε οργανικής ανωμαλίας: μόνον νεύρα! Φοβούμαι ότι υπήρξα ολίγον ξηρός με αυτόν, διότι δεν με μέλλει τι είναι. Θέλω μόνον κάτι τι να με ανακουφίση, να αισθανθώ και πάλιν εν ανθρώπινον ον. Σήμερον δεν είχον πόνους, αλλά αισθάνομαι τόσον αδύνατος, ώστε δεν θα ημπορούσα να κάνω το παραμικρόν».
Οι συχνές ενοχλήσεις και τα παράπονα που εξέφραζε, λογικά θα έπρεπε να είχαν προβληματίσει περισσότερο τον γιατρό του, ο οποίος αρκούνταν να τον καθησυχάζει αποδίδοντας σε υπερκόπωση τα συμπτώματα. Η αιτία στο πιστοποιητικό θανάτου, που υπέγραψε ο ίδιος ο γιατρός του, αναφέρει συγκοπή καρδίας, αλλά και αρτηριακή στένωση.
Μόλις βεβαιώθηκε ο θάνατος του Γεωργίου Β’, στις 2 το μεσημέρι, κλήθηκε στα ανάκτορα της Ηρώδου Αττικού ο αδελφός του, που βρισκόταν στο Ψυχικό, και φυσικά ενημερώθηκε ο πρωθυπουργός Δημ. Μάξιμος. Στις 3.30 μ.μ. συνεδρίασε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Παύλου. Η συνεδρίαση κράτησε επί μία ώρα και αποφασίστηκαν οι διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν. Έγινε γνωστό τότε ότι η Φρειδερίκη είχε ασπασθεί την Ορθοδοξία ένα εικοσαήμερο νωρίτερα από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, που της είχε κάνει την κατήχηση.
Επιτροχάδην οργανώθηκε για τις 8 μ.μ. στα ανάκτορα, στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου, μια τελετή ορκωμοσίας που θα έπρεπε να γίνει την ίδια μέρα, ώστε η χώρα να μην στερείται ανωτάτου άρχοντος. Κλήθηκαν επειγόντως όλοι οι υπουργοί, οι πολιτικοί αρχηγοί, οι βουλευτές, η στρατιωτική και η δικαστική ηγεσία, οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, οι διοικητές των μεγάλων τραπεζών και άλλοι παράγοντες. Παρόντα ήταν και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας που βρίσκονταν στην Ελλάδα, μαυροντυμένες οι πριγκίπισσες Αικατερίνη, Ελένη Νικολάου και Αλίκη, καθώς και ο μικρός μέχρι τότε επίδοξος διάδοχος Κωνσταντίνος. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, συνοδευόμενος από πέντε συνοδικούς, όρκισε τον νέο βασιλέα Παύλο, ο οποίος έφερε στολή ναυάρχου.
Στις 8 μ.μ. ακριβώς ο πρωθυπουργός Μάξιμος ανάγγειλε επίσημα στους παρισταμένους τον θάνατο του Γεωργίου Β’ και μετά ο Παύλος ορκίστηκε:
«Ομνύω εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να προστατεύω την επικρατούσαν θρησκείαν των Ελλήνων, να φυλάττω το Σύνταγμα και τους Νόμους του Ελληνικού Κράτους και να διατηρώ και υπερασπίζω την Εθνικήν Ανεξαρτησίαν και ακεραιότητα του Ελληνικού Κράτους».
Μισή ώρα νωρίτερα, ο Βρετανός πρεσβευτής Νόρτον επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό και είχε μια σύντομη συνομιλία. Κατά την επίσημη εκδοχή, μετέφερε τα συλλυπητήρια του πρωθυπουργού του, Κλήμεντ Άττλη. Μετά τη σύντομη τελετή, που έληξε με ζητωκραυγή όλων των παρισταμένων υπέρ του νέου βασιλιά, ακολούθησε υπουργικό συμβούλιο και ύστερα το πρώτο διάγγελμα του Παύλου Α’:
«Έλληνες,
Με ραγισμένην την καρδίαν σάς αναγγέλλω τον πρόωρον θάνατον του αγαπημένου μου αδελφού, του Βασιλέως μας Γεωργίου Β’. Αφήνει τον κόσμον αυτόν με την συνείδησιν ήρεμον ότι δεν υπήρξε θυσία ανθρωπίνη την οποίαν δεν προσέφερεν εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος. Καλούμενος σήμερον να συνεχίσω το έργον Του θα αφοσιώσω όλην την δύναμιν της ψυχής μου διά το καλόν του Έθνους. Η αιωνία μας Πατρίς μάς καλεί σήμερον εις ένα αγώνα υπάρξεως διά την ανεξαρτησίαν της και τας ελευθερίας της. Ηνωμένοι θα τον φέρωμεν εις πέρας.
Ζήτω η Ελλάς!»
Η κηδεία του Γεωργίου Β’ ορίστηκε να γίνει την επομένη Κυριακή, 6 Απριλίου 1947. Η ημερομηνία συνέπιπτε με την έναρξη του ελληνογερμανικού πολέμου, έξι χρόνια νωρίτερα. Έγινε με επισημότητα στη Μητρόπολη Αθηνών, όπου από τριημέρου είχε μεταφερθεί η σορός του, ενώ η ταφή του έγινε στους βασιλικούς τάφους της Δεκέλειας, όπου ο ίδιος ο Γεώργιος είχε υποδείξει σε ανύποπτο χρόνο σε ποιο σημείο ήθελε να ταφεί. Για την κηδεία του είχαν φθάσει όλα σχεδόν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και η Αγγλίδα Μπρίτον Τζόουνς, που είχε φθάσει από το Λονδίνο αθόρυβα, συνοδευόμενη από την δούκισσα του Κεντ Μαρίνα, που ήταν κόρη του πρίγκιπα Νικολάου.
Ο Στέλιος Χουρμούζιος, που υπήρξε αργότερα προσωπικός γραμματέας του βασιλιά Παύλου, στο βιβλίο του «No Ordinary Crown» (Λονδίνο 1972), κάνει μνεία μιας ενδιαφέρουσας λεπτομέρειας. Ενώ τα μέλη της κυβερνήσεως Μαξίμου και οι στενοί συγγενείς του εκλιπόντος παρίσταντο στην ταφή, η νέα βασίλισσα έριξε μια ματιά και διαπίστωσε ότι η ξανθιά Αγγλίδα, τηρώντας το πρωτόκολλο, βρισκόταν απόμερα. Κατευθύνθηκε προς εκείνη, την τράβηξε από τους ώμους και την έφερε μπροστά από τον βασιλικό τάφο, ενώ αναπέμπονταν οι επικήδειες ευχές. Ήταν μια καθαρά ανθρώπινη στιγμή…
Γλαφυρός ο Σπύρος Μελάς, στο χρονογράφημά του της επόμενης από την κηδεία ημέρας στην εφημερίδα «Εμπρός», κάνει μια λυρική περιγραφή του γεγονότος και της ατμόσφαιρας, αλλά και μια προφητική πρόβλεψη για τον επτάχρονο τότε πρίγκιπα Κωνσταντίνο:
«Ένα στήθος είχε το αμέτρητο πλήθος της Κυριακής, όταν ξεπροβάδιζε το βασιληά της Νίκης στην τελευταία του κατοικία. Και μέσα σ’ αυτό, το τεράστιο στήθος, μια καρδιά σπαραγμένη, μια ψυχή βαθειά θλιμμένη. Δεν υπήρξαν Ελλάδες. Μια και μόνη, μ’ έναν παλμό, μ’ ένα ρίγος, μ’ ένα λυγμό, τον απεχαιρέτισε όταν τον περνούσαν, επάνω στον κιλλίβαντα, περιστοιχισμένον από τις δοξασμένες σημαίες και τις τιμημένες λόγχες των στρατιωτών του, στην επιβλητική πορεία προς τον τάφο και την αθανασία της Ιστορίας. Αλλ’ ούτε ο κιλλίβας, ούτε το φέρετρον, ούτε η μεγαλοπρεπέστατη ακολουθία, ούτε του στρατού το λαμπρό πλαίσιον, ούτε του ιερατείου η αυστηρά γραφικότης, ούτε των επισήμων η παρέλασις, δεν απετέλεσαν το κέντρον του αχανούς και πρωτοφανούς πίνακος της βασιλικής κηδείας.
»Στην απέραντη, ζωντανή και υπέροχη τοιχογραφία, που το πένθος συνέθεσε την Κυριακή, την κεντρική, την ολόπρωτη θέσι κατείχε ο λαός, που, σαν κολοσσιαίος χορός αρχαίας τραγωδίας, προσήλθε να θρηνήση, να ψάλη τον «κομόν» γύρω από το νεκρό βασιληά του. Αυτές οι μυριάδες των δακρυβρέκτων ματιών – αυτές οι αναρίθμητες λαϊκές μορφές ανδρών, γυναικών, παιδιών, που πλαισίωναν τους δρόμους της νεκρικής πομπής, χλωμές και συνεσπασμένες σ’ ένα και τον αυτόν σπασμόν ψυχικής οδύνης, αποτελούσαν το κύριο, το αλησμόνητο μέρος της επιβλητικής εικόνος. Αυτοί οι αυστηροί νοικοκυραίοι, δεν θα θρηνούσαν έτσι ούτε τον πατέρα, ούτε τον αδελφό τους. Αυτοί οι άνθρωποι του λαού, που τα τραχειά μάγουλά τους αγνοούν την υγρή θερμότητα των δακρύων. Αυτές οι γριούλες, με τα ψιθυριστά μοιρολόγια, που εστάθησαν γερτές, στα κράσπεδα της νεκρικής παρελάσεως σαν ιτιές στις όχθες του Αχέροντος – να τι αποτελούσε το πραγματικό μεγαλείο της κηδείας…
»Ο λαός απάντησε με τον τρόπο που ξαίρει αυτός μονάχα στις ελεεινές συκοφαντίες των εχθρών της Ελλάδος, ότι ο τόπος ετυραννείτο από μισητό βασιληά, καθισμένον στα στήθη του έθνους, με τη δύναμι ξένων λογχών. Αποκρίθηκε με την ευλάβειά του προς το νεκρό αγαπητού και σεβαστού ηγεμόνος, με τις γονυκλισίες και τα δάκρυά του, με την απόλυτη ένωσί του σ’ ένα πάνδημο και ειλικρινέστατο πένθος. Από τα ύψη της φωτεινής ζώνης των Μακάρων η πικραμένη ψυχή του βασιληά θεωρούσε τη βαθύτατη λύπη του λαού του και αναγάλιαζε στο στοχασμό, πως οι αγρύπνιες του, οι πόνοι του, οι πίκρες μακράς εξορίας, οι μόχθοι του, δεν επήγαν χαμένοι, αφού ευγνώμων λαός αναγνωρίζει και τιμά το μεγάλο του έργο.
»Μετά το πλήθος, που πρωταγωνίστησε στη σεμνή, αλλά μεγαλειώδη εκδήλωσι της Κυριακής, ένα παιδάκι κράτησε, μέσα στον αχανή πίνακα του πένθους, το ρόλο του δευτεραγωνιστή. Αυτό το παιδάκι, που μόλις επρόφθασε ν’ αρχίση να ζη, είναι ήδη μια δημοφιλεστάτη προσωπικότης. Όλα τα δακρυσμένα μάτια το υπεδέχοντο με λάμψι γελαστή, το χάιδευαν με ματιά τρυφερή. Αν μπορούσαν θα τ’ άρπαζαν, τα πλήθη θα το σήκωναν ψηλά και θα το γέμιζαν φιλιά. Περπατούσε πίσω από το φέρετρο του νεκρού θείου του, πλάι στον πατέρα του, μ’ ένα ύφος σοβαρό, αταίριαστο στην ηλικία του, με το κεφάλι ψηλά, ευθυτενές κυπαρισσάκι, προσπαθώντας να φέρη το μικρό διασκέλισμά του στο ρυθμό των μεγάλων βημάτων του βασιληά. Δεν τα κατάφερνε πάντα κι αναγκαζότανε, κάθε τόσο, να ταχύνη. Στην παιδιάστικη μορφή του ήτανε χυμένη πρόωρη αυστηρότης, σαν να είχε πλήρη συναίσθησι του αξιώματός του και προ πάντων του μεγάλου ονόματος που βαρύνει τους τρυφερούς ώμους του: Ο μικρός διάδοχος Κωνσταντίνος… Τα πλήθη καμαρώνουν τον εστεμμένο αυτό πιτσιρίκο, που δεν δείχνει καμμιά περιέργεια για όσα γίνονται γύρω του, αλλά κυττάζει κατ’ ευθείαν εμπρός, επίσημος, σχεδόν επιβλητικός, σαν μεγάλος.
»Όλοι θυμούνται τώρα το νόστιμο επεισόδιο της εικοστής πέμπτης Μαρτίου, στη Μητρόπολι, όταν η διαδοχική οικογένεια κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να μπη στην εκκλησία. Η αδελφή του πήγε να προπορευθή. Την τράβηξε από το φόρεμα και βγήκε μπροστά, να… προστατεύση το προβάδισμά του! Ο κόσμος είχε γελάσει τότε. Την Κυριακή, βλέποντάς τον πλάι στον πατέρα του, με τόση συναίσθησι του διαδοχικού του αξιώματος, και του ονόματός του, συγκρατούσε το κλάμα για να καμαρώση το βλασταράκι, που ποιος ξαίρει τι έχει γραμμένο γι’ αυτό η Μοίρα, μέσα στην πολυτάραχη ροή της εθνικής Ιστορίας…».