Το αίνιγμα του Mary Celeste

Το αίνιγμα του Mary Celeste

Το όνομα Mary Celeste παραπέμπει σε ένα από τα μεγαλύτερα, για μερικούς το μεγαλύτερο, μυστήρια της θάλασσας, ή ορθότερα, της ναυσιπλοΐας. Οι ναυτικοί του 19ου αιώνα χρησιμοποιούσαν τον όρο «στοιχειά» για τα πλοία εκείνα που έπλεαν χωρίς πλήρωμα, ακυβέρνητα, στους ωκεανούς. Οι λόγοι της εγκατάλειψής τους ήταν άλλοτε αρκετά απλοί (πειρατείες, προσαράξεις, φυσικά φαινόμενα) και άλλοτε περισσότερο ομιχλώδεις. Κάθε καπετάνιος που συναντούσε ένα στοιχειό είχε την υποχρέωση να προσπαθήσει να το ρυμουλκήσει σε λιμάνι, καθώς αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα. Κάπως έτσι ξεκινά και η ιστορία του Mary Celeste.

Το Mary Celeste ήταν ένα μπριγκαντίνι 280tn, το οποίο σάλπαρε από τη Νέα Υόρκη στις 7 Νοεμβρίου 1872. Προορισμός του ήταν η Γένοβα και το φορτίο του περίπου 1.700 βαρέλια οινοπνεύματος. Στο πλοίο επέβαιναν ο καπετάνιος του, Benjamin Briggs, η γυναίκα του, η δίχρονη κόρη τους και 7 μέλη πληρώματος.


Στις 5 Δεκεμβρίου (κατ’ άλλους στις 4 Δεκεμβρίου), στο μέσο περίπου της διαδρομής ανάμεσα στις Αζόρες και το Γιβραλτάρ (περίπου 600 μίλια δυτικά του Γιβραλτάρ), το αγγλικό εμπορικό Dei Gratia, εντόπισε ένα άγνωστο πλοίο το οποίο παρουσίαζε αστάθεια στην πλεύση. Το Dei Gratia παρακολούθησε το άγνωστο πλοίο για περίπου 2 ώρες, ενώ παράλληλα το πλησίασε. Η οπτική παρατήρηση έδειξε ότι στο κατάστρωμα δε φαινόταν κανένας άνθρωπος, ενώ το πλοίο που είχε πια αναγνωρισθεί ως το Mary Celeste δεν απαντούσε σε καμία προσπάθεια επικοινωνίας.

Ο καπετάνιος του Dei Gratia έδωσε εντολή στον ύπαρχό του και δύο ναύτες να επιβιβαστεί στο Mary Celeste. Η νηοψία επιβεβαίωσε ότι το πλοίο ήταν εγκαταλελειμμένο. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή της ιστορίας το μοναδικό ζωντανό πλάσμα πάνω στο Mary Celeste ήταν μια γάτα η οποία πετάχτηκε τρομαγμένη από το αμπάρι. Στο κατάστρωμα υπήρχαν ρούχα βρεγμένα τα οποία είχαν απλωθεί για να στεγνώσουν, ενώ στο καρέ (τραπεζαρία) υπήρχαν 4 άδεια πιάτα και 4 κούπες τσάι το οποίο άχνιζε. Στην κουζίνα του πλοίου σιγόβραζε το φαγητό του πληρώματος. Επίσης σε μια άκρη του καταστρώματος υπήρχαν κηλίδες αίμα και ένα σπαθί, επίσης με αίμα. Από το πλοίο έλειπαν τα όργανα ναυσιπλοΐας και τα χαρτιά, εκτός του ημερολογίου. Η τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιο ήταν στις 24 Νοεμβρίου και δεν υπήρχε καμία περίεργη ή ανεξήγητη καταχώρηση. Η γενική εικόνα του Mary Celeste περιγράφηκε ως πολύ καλή, όλα τα πανιά ήταν δεμένα και οι δύο λέμβοι του πλοίου ήταν στη θέση τους. Το Mary Celeste κατέπλευσε στο Γιβραλτάρ στις 24 Δεκεμβρίου, με πλήρωμα τον ύπαρχο και 2 ναύτες του Dei Gratia. Το μυστήριο του Mary Celeste είχε μόλις γεννηθεί.

Η ιστορία του πλοίου-φαντάσματος κυκλοφόρησε σε πολλές εφημερίδες της εποχής, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και μέχρι σήμερα, αποτέλεσε αντικείμενο άρθρων, μυθιστορημάτων, επιστημονικών και ημιεπιστημονικών βιβλίων και συγγραμμάτων. Πολλές είναι οι εξηγήσεις που κατά καιρούς δόθηκαν: θαλάσσια τέρατα, πειρατές, ανταρσία του πληρώματος, επίθεση από το πλήρωμα του Dei Gratia, ρωγμές στο χωροχρόνο, UFO και άλλοι εξωγήινοι παράγοντες, ενώ αναφορά στο Mary Celeste γίνεται και στο βιβλίο του Charles Berlitz «Το μυστήριο του τριγώνου των Βερμούδων».

Με την πάροδο του χρόνου και την αναπαραγωγή της ιστορίας δημιουργήθηκε ο μύθος που περιβάλει την υπόθεση του Mary Celeste. Οι διάφορες παραλλαγές που εμφανίζονται στις αναφορές στο Mary Celeste διαμορφώνονται ουσιαστικά ανάλογα με τη θεωρία που θέλει να υποστηρίξει ο αφηγητής. Πολλά από τα στοιχεία της ιστορίας, όπως αυτή αναφέρθηκε παραπάνω, ανάγονται στο σύντομο διήγημα του Sir Arthur Conan Doyle «Marie Celeste» που δημοσιεύτηκε το 1884. Υιοθετήθηκαν όμως ως η αληθινή εκδοχή. Η, κατά τεκμήριο, πιο έγκυρη εκδοχή της ιστορίας, όπως αυτή προκύπτει από τα πρακτικά της ανάκρισης που διενεργήθηκε στο Γιβραλτάρ είναι στην πραγματικότητα αρκετά διαφορετική.

Όταν το άγημα του Dei Gratia επιβιβάσθηκε στο Mary Celeste, τα πανιά δεν ήταν μαζεμένα, αλλά ανοιχτά. Πίσω από το πλοίο κρεμόταν στη θάλασσα και σε μήκος περίπου 100 μέτρων ένα χοντρό σκοινί, πιθανότατα για να ρυμουλκήσει κάποια βάρκα. Η μοναδική λέμβος του πλοίου έλειπε από τη θέση της. Τα διαμερίσματα του προστέγου είχαν βάλει περίπου 30 εκατοστά νερό από τις καταπακτές του καταστρώματος οι οποίες ήταν ανοικτές. Πλημμυρισμένα ήταν και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα διαμερίσματα, μεταξύ αυτών και οι ενδιαιτήσεις του πληρώματος. Από τις 2 αντλίες του πλοίου η μία είχε κάποια βλάβη, ενώ η άλλη ήταν σε απόλυτα καλή κατάσταση, άλλωστε χρησιμοποιήθηκε από τους ναύτες του Dei Gratia στο ταξίδι προς το Γιβραλτάρ. Επίσης το φορτίο ήταν απόλυτα ασφαλισμένο και δεν υπήρχε περίπτωση μετατόπισής του. Τέλος, όντως έλειπαν τα όργανα ναυσιπλοΐας και τα χαρτιά του πλοίου, εκτός από το ημερολόγιο στο οποίο εμφανιζόταν η καταχώρηση που ήδη αναφέρθηκε.

Καμία γάτα ή άλλο ζωντανό πλάσμα δεν υπήρχε στο πλοίο, ενώ στην κουζίνα και το καρέ του πληρώματος τα πάντα ήταν αναποδογυρισμένα και φυσικά δεν υπήρχαν ούτε κούπες με ζεστό τσάι, ούτε φαγητό να σιγοβράζει. Κηλίδες με αίμα δεν υπήρχαν πουθενά και το μοναδικό σπαθί που βρέθηκε στο πλοίο ήταν σκουριασμένο και στη θήκη του. Αυτές οι διευκρινήσεις, χωρίς προφανώς να δίνουν απάντηση στο τι συνέβη στο Mary Celeste, σίγουρα αφαιρούν μεγάλο μέρος του μυστηρίου και μπορούν να οδηγήσουν σε κάποιες λογικές υποθέσεις.

Το αποτέλεσμα της ανάκρισης συνοψίζεται στην εκτίμηση ότι για κάποιο άγνωστο λόγο το πλήρωμα εγκατάλειψε το Mary Celeste, χρησιμοποιώντας τη σωσίβια λέμβο. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι ο λόγος που οδήγησε στην εγκατάλειψη αυτή, δεν είχε εκτιμηθεί σωστά, καθώς το πλοίο παρέμεινε αξιόπλοο, ενώ η λέμβος με το πλήρωμα χάθηκε. Στο Dei Gratia επιδικάσθηκε η νόμιμη αμοιβή για την ανεύρεση και διάσωση, ενώ το Mary Celeste συνέχισε το ταξίδι του προς τη Γένοβα με νέο πλήρωμα που προσελήφθη από τον πλοιοκτήτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντικείμενο της ανάκρισης ήταν κυρίως ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων επί του πλοίου και του φορτίου του και η κρίση επί των ασφαλιστικών αποζημιώσεων που μπορούσαν να καταστούν απαιτητές. Τα αίτια της εξαφάνισης του πληρώματος ενδιέφεραν μόνο στο βαθμό που σχετίζονταν με αυτά τα ζητήματα.

Τελικά ποια ήταν η τύχη του πληρώματος του Mary Celeste; Μέχρι σήμερα, 131 χρόνια μετά, δεν έχει γίνει δυνατό να δοθεί μια απόλυτα πειστική απάντηση. Ως πιθανότερη εξήγηση εξακολουθεί να προβάλει εκείνη της εγκατάλειψης του πλοίου. Σε αυτό συνηγορούν:

    η απουσία της σωστικής λέμβου

    η απουσία των οργάνων ναυσιπλοΐας (μεταφέρθηκαν στη λέμβο από το πλήρωμα για να χρησιμοποιούνται εκεί)

    η ύπαρξη του κομμένου σκοινιού στην πρύμνη του πλοίου

Πιθανότατα το πλήρωμα επιβιβάστηκε στη λέμβο η οποία προσδέθηκε στην πρύμνη του πλοίου και αφέθηκε να ρυμουλκείται σε απόσταση περίπου 100 μέτρων. Κάποια χρονική στιγμή, πιθανότατα λόγω κακοκαιρίας, το σκοινί έσπασε και η βάρκα χάθηκε μέσα στον ωκεανό, ενώ το πλοίο συνέχισε το πλου του, βάσει της τρέχουσας διαμόρφωσης των ιστίων. Προφανώς παραμένει το ερώτημα: ποιος ήταν ο λόγος που ανάγκασε το πλήρωμα να προχωρήσει στην αρχική εγκατάλειψη; Βάσει των υπαρχόντων στοιχείων, η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι κάποια λανθασμένη αντίληψη σχετικά με τη στάθμη του νερού στο αμπάρι του πλοίου (χαλασμένη αντλία). Μια άλλη εξήγηση η οποία έχει παρουσιαστεί είναι η περίπτωση ενός υποθαλάσσιου σεισμού ο οποίος δημιούργησε μια αλληλουχία καταστάσεων που τρόμαξε το πλήρωμα του πλοίου, σε συνάρτηση και με το εύφλεκτο φορτίο, και οδήγησε στην εγκατάλειψη του σκάφους.

Για αρκετά χρόνια υποστηρίχθηκε και η θεωρία ότι ο ρόλος του Dei Gratia ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο σκοτεινός. Ότι δηλαδή όταν το Dei Gratia συνάντησε το Mary Celeste, το πλήρωμα του τελευταίου ήταν εν ζωή και στο πλοίο τους. Όμως ο καπετάνιος του Dei Gratia αποφάσισε να τους σκοτώσει και στη συνέχεια να παρουσιάσει το Mary Celeste ως στοιχειό για να εισπράξει τη σχετική αμοιβή. Μια άλλη παραλλαγή της ίδιας ιστορίας αναφέρει ότι μέλη του πληρώματος του Dei Gratia είχαν τοποθετηθεί στο Mary Celeste πριν την αναχώρησή του από τη Νέα Υόρκη και αφού σκότωσαν τους υπόλοιπους φρόντισαν να συναντήσουν στη μέση του ωκεανού το Dei Gratia. Είναι αλήθεια ότι το Mary Celeste και το Dei Gratia ήταν αραγμένα δίπλα-δίπλα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης πριν ξεκινήσουν το υπερατλαντικό ταξίδι με 8 μέρες διαφορά (προηγήθηκε το Mary Celeste). Συνεπώς η σύμπτωση του να ξανασυναντηθούν στη μέση του ωκεανού μερικές μέρες αργότερα γέννησε αρκετές υποψίες. Ποτέ όμως δεν εμφανίσθηκαν επαρκή στοιχεία για να υποστηρίξουν αυτή την υπόθεση.

Οι πιο δημοφιλείς εξηγήσεις ήταν και παραμένουν αυτές που επικαλούνται κάποιας μορφής άγνωστη δύναμη. Στα τέλη του 19ου αιώνα έπαιρναν τη μορφή θαλασσίων τεράτων, πέρασαν σε θεωρίες ασυνέχειας του χωροχρόνου για να καταλήξουν, στα τέλη του 20ου αιώνα σε απαγωγές από εξωγήινους. Το δυνατό σημείο αυτών των θεωριών είναι ότι γίνονται αποδεκτές αξιωματικά, χωρίς να χρειάζονται αποδείξεις και παράλληλα μπορούν να εξηγήσουν οτιδήποτε (από τη δολοφονία του Kennedy μέχρι και την εξαφάνιση των επιβαινόντων στο Mary Celeste).

Την απάντηση στο αίνιγμα του Mary Celeste την ξέρει μόνο η θάλασσα και ποτέ δε θα τη μαρτυρήσει. Όμως, όταν την αναζητούν οι άνθρωποι, μάλλον είναι προτιμότερο να ψάξουν στους φόβους τις αγωνίες και τα βάσανα των ναυτικών και λιγότερο σε μυστήριες υπερφυσικές δυνάμεις.

«… Ξέρασε η θάλασσα το παπούτσι του. Σαράντα πέντε νούμερο. Ποιο ψάρι να ταξιδεύει το δαχτυλίδι του! Την άλλη μέρα η θάλασσα δεν ήξερε τίποτα. Έλαμπε σα λίμνη στο χειμωνιάτικο ήλιο. Αποβραδίς έσπαγε τα σίδερα. Το πρωί είχε χορτάσει …» Από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία.
ΠΗΓΗ : http://www.e-telescope.gr

 

Κοινοποιήστε το!
FacebookTwitter

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: